Πριν να κλείσει τα δεκαεφτά, του ήρθε σπίτι η προξενήτρα να του κάνει προξενιό μιά από τις κόρες ενός τσοπάνη, από μια στάνη πάνς από το βουνό. Του δίνανε το Μαρουλιώ, το κοκαλιάρικο, που είχε μείνει από μάνα ορφανό. Τι να τους πει και αυτός? Όχι να πει? Ποιός τον ρωτούσε? Ο πατέρας του με τον τσοπάνη γίδια μέτραγε και συμφωνούσε. <<Τι σε μέλει μωρέ κι αν είναι και αν δεν είναι όμορφο το Μαρουλιώ? Δούλα σου θα την έχεις και θα είσαι εσύ το αφεντικό>>.
Μα εκείνος δεν αισθάνθηκε ποτέ αφεντικό. Παραπεταμένος ήταν και την φτώχεια ορφανή λυπήθηκε σαν είδε 2 μέρες μετά το γάμο να την φορτώνει η μάνα του στην πλάτη με ένα ασήκωτο δεμάτι ξύλα.Πήγε και της το πήρε και το φορτώθηκε αυτός, κρυφά μόνο, μην τύχει και τον δουν.
Τον κοίταξε άφωνο, σαστισμένο, το Μαρουλιώ. Με χέρια τρεμάμενα, τον ιδρώτα του σκούπησε. Τις χούφτες του ύστερα με ευγνωμοσύνη φίλησε.
Τόση λατρεία μονάχα στα μάτια του σκύλου του θυμόταν πως είχε ξαναδει, παιδί, παλιά, κάθε φορά που στο σπίτι επέστρεφε, μα τώρα με πιότερη λατρεία ακόμη τον κοίταζε το Μαρουλιώ και άρχισε η ψυχή και το κορμί του να ζεσταίνει, λες και ήταν η ύπαρξή της πυροστιά. Άπλωσε και αυτός το χέρι και της χάϊδεψε απαλά το πρόσωπο. Με αυτό το άγγιγμα ένοιωσε πως κάτι μέσα του, που χρόνια δίψαγε όπως η πήλινη άδεια στάμνα, τώρα στάλα στάλα γέμιζε.
Έγινε η καθημερινή μικροζωή τους έννοια κρυφή φροντίδα, γλυκιά προσφορά. Βλάστησε μέσα τους η αγάπη, όπως η πρασινάδα βλασταίνει στο υγρό χώμα.
Κράτησαν μακριά από τα μάτια όλων την αγάπη τους, κρυφή, μην τους περιγελάσουν, μη χιμήξουν ύπουλα, μην τους δηλητηριάσουν με κείνο το πικρό φαρμάκι που γεννάει η στείρα από αγάπη ζωή και έρπει σαν φίδι πάνω στων άλλων την αγάπη και στεγνώνει σαν πηλό την ψυχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου