Σελίδες

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ο καιρός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Όταν η Ικαρία έγινε ανεξάρτητο κράτος για 3 μήνες

Η εξέγερση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ίδρυση αυτόνομου κράτους με δικό της νόμισμα, σημαία και ύμνο και η τελική ένωση με την Ελλάδα. ΑΚΗΣ ΚΑΤΣΟΥΔΑΣ

Βρισκόμαστε στα μέσα του 1911. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία χάνει όλο και περισσότερα εδάφη. Η Ιταλία εκμεταλλεύεται αυτή της την παρακμή και αρχίζει να προσαρτά το ένα νησί του Αιγαίου μετά το άλλο. Η επέλαση του ιταλικού στόλου φοβίζει το ελληνικό κράτος και κυρίως τους κατοίκους των νησιών του βορείου Αιγαίου που δεν επιθυμούν μετά τον τουρκικό ζυγό να περάσουν σε ιταλικό.

Έτσι, λοιπόν, στις αρχές Ιουνίου πραγματοποιείται στην Ιερά Μόνη της Πάτμου το συνέδριο του «κοινού των νησιωτών» για τη δημιουργία της Αυτόνομης Πολιτείας του Αιγαίου. Η προσπάθεια αυτή, όμως, γίνεται αντιληπτή από την ιταλική διοίκηση του νησιού και σταματάει πριν καλά-καλά ξεκινήσει. Η αρχή, όμως, έχει γίνει. Η Ικαρία έχει αποφασίσει πως θα προχωρήσει μόνη της στον αγώνα για την ανεξαρτησία της.
Η μέρα που η Ικαρία απελευθερώθηκε από τους Τούρκους

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

Ο φρικτός θάνατος του Ρήγα Φεραίου στα χέρια των Οθωμανών

Το επαναστατικό σχέδιο του Ρήγα Βελεστινλή, ο Έλληνας έμπορος που τον κατέδωσε και ο στραγγαλισμός στο κάστρο του Βελιγραδίου.
 
Στις 19 Δεκεμβρίου 1797, ο Ρήγας Φεραίος μόλις είχε φτάσει στην Τεργέστη από τη Βιέννη για να παραλάβει τα κιβώτια με το εκτυπωμένο επαναστατικό υλικό και ύστερα να ξεκινήσει το ταξίδι του για την Ελλάδα και τον αγώνα για την απελεύθερη από τον οθωμανικό ζυγό. Ο Ρήγας Φεραίος, όμως, δεν ήταν μόνος του, καθώς στο σχέδιο ήταν μυημένοι διάφοροι φίλοι του που θα διασφάλιζαν πως όλα θα γίνονταν υπό άκρα μυστικότητα. Ένας από αυτούς, ήταν ο έμπορος και λόγιος Αντώνιος Κορωνιός, ο οποίος επρόκειτο να παραλάβει τα δέματα με τα επαναστατικά έγγραφα, ανάμεσα στα οποία βρισκόταν και ο Θούριος.

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Απαντώντας σε δύο ερωτήματα για την Γενοκτονία των Αρμενίων

Η γενοκτονία των Αρμενίων αποτέλεσε την καταστροφή ενός ολόκληρου έθνους. Οι συνέπειες είναι ακόμη ορατές.

Γιώργος Μενεσιάν Διεθνολόγος



commons wikimediaΠορεία προς τον θάνατο. Αρμένιοι άμαχοι, οδηγούμενοι από ένοπλους Οθωμανούς στρατιώτες, περνώντας μέσα από το Χαρπούτ (Kharpert), σε μια φυλακή στην κοντινή Μεζιρέχ (Mezireh) σημερινή Ελαζίκ (Elazig), Απρίλιος 1915

Πέρασαν 106 χρόνια από την 24η Απριλίου του 1915, όταν οι Νεότουρκοι συνέλαβαν την πολιτική, θρησκευτική και πνευματική ηγεσία των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αφήνοντας ακέφαλο το αρμενικό μιλλέτ, το σχέδιο για την εξόντωση των Αρμενίων της αυτοκρατορίας μπορούσε να πραγματοποιηθεί με μεγαλύτερη ευκολία.

Σήμερα είναι μια ημέρα μνήμης, αλλά και πόνου. Στο παρόν άρθρο ωστόσο, δεν θα παραθέσω ούτε τις προσωπικές μου σκέψεις, ούτε την τραγική ιστορία της οικογενείας μου ούτε θα κάνω μια ιστορική καταγραφή των ιστορικών γεγονότων.

Το παρόν άρθρο απαντά σε δύο βασικά ερωτήματα τα οποία, πιστεύω, πως έρχονται στο μυαλό κάθε αναγνώστη όταν διαβάζει για την αρμενική γενοκτονία.
1 - Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί, ενώ οι γενοκτονίες των Εβραίων και των Αρμενίων δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές, η μεν έχει αναγνωριστεί από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας και η δε μονό από τριάντα κράτη (31 αν την αναγνωρίσουν και οι ΗΠΑ);

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης





Ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε στην Πελοπόννησο και εξ αυτού του λόγου είναι γνωστός και ως «Γέρος του Μωριά».

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής... εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους κατακτητές.


Το 1780, ήταν 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του. Στα 17 του έγινε οπλαρχηγός του Λεονταρίου και στα 20 του νυμφεύτηκε την κόρη του τοπικού προεστού Αικατερίνη Καρούσου. Το 1806, κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών από τους κατακτητές, κατόρθωσε να διασωθεί και να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις αρχές του 1821 αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στον επικείμενο Αγώνα.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Οθωμανοί- Τούρκοι- Σελτζούκοι - Περσιάνοι - Φράγκοι/ δυτικοί και Ρωμιοί/ Έλληνες




Από κείμενο του Şemseddîn Ahmed el-Eflâkî el-Ârifî أحمد أفلاكي ( περίπου του 1360 μ.Χ ή 761 από Εγίρας ) που αποδίδεται σε λόγους του Jalal al-Din Mohammad Ibn Mohammad Ibn Mohammad Ibn Husain al-Rumi, (Περσικά: مولانا جلال الدين محمد رومي‎ και Τουρκικά Mevlânâ Celâleddin Mehmed Rumi ή απλά Rumi), διαβάζουμε: Βλ. σχετικά: https://islamansiklopedisi.org.tr/ahmed-eflaki και Οσμανική Πραγματικότητα, εκδ. Αρσενίδη, Τόμος Α′ σελ. 48, Νεοκλή Σαρρή μετάφραση:



″Για την οικοδόμηση πρέπει να προσλαμβάνονται Έλληνες εργάτες και για την κατεδάφιση το αντίθετο, δηλαδή Τούρκοι. Γιατί η δόμηση του κόσμου είναι ιδιότητα των Ελλήνων , ενώ η καταστροφή και το γκρέμισμα έχει ανατεθεί στους Τούρκους. Όταν ο θεός ( Αλλάχ ) δημιούργησε τον κόσμο, πρωταρχικά έδωσε ψυχή σε ανυποψίαστους απίστους (kāfir / κάφρους). Εκείνοι ύψωσαν πάνω στους λόφους μαρμαρένιες κορυφές, πολλές πόλεις και φρούρια .... Αλλά ο Θεός (Αλλάχ) έτσι τα οργάνωσε, ώστε με το χρόνο αυτές οι οικοδομές να γκρεμιστούν . Τότε ο θεός (Αλλάχ) δημιούργησε τους Τούρκους (μάλλον αναφέρεται γενικά στον όρο, σε όλες τις φυλές, μεταξύ των οποίων και την αντίπαλη των Σελτζούκων φυλή Καγί / Kayı boyu, του Ertuğrul Gazi, πατέρα του birinci Osman Gazi γενάρχη της δυναστείας των Osmanlı/ οσμανιδών/ Οθωμανών), προκειμένου, δίχως να αισθάνονται σεβασμό και λύπη, να γκρεμίσουν όλες τις οικοδομές που βλέπουν. Οι Τούρκοι γκρέμισαν και ακόμη γκρεμίζουν ( αναφέρεται στον 13ο-14ο αι. ) Αυτό θα κάνουν μέχρι τη συντέλεια του κόσμου . Στο τέλος , η καταστροφή του Ικονίου θα γίνει από τα χέρια των άσπλαχνων και άδικων Τούρκων ( εδώ σίγουρα εννοεί τη φυλή Καγί/ Kayı boyu ) που κατέλαβαν και κατέλυσαν το Σελτζουκικό Ικόνιο.

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Πλατωνικός έρωτας… Μία σύγχρονη παρεξήγηση





Αν ρωτήσουμε σήμερα «τι είναι ο Πλατωνικός έρωτας;» η πλειοψηφία των ερωτηθέντων θ’ αποκριθεί πως πρόκειται για τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Για τον έρωτα που, για διάφορους λόγους, έμεινε ανέκφραστος, θαμμένος βαθιά μέσα μας.
Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα λάβουμε μια απάντηση του τύπου «είναι ένας έρωτας που γεννήθηκε και έζησε, πριν πεθάνει, μόνο σε πνευματικό επίπεδο».
Σε κάθε περίπτωση θα μας απαντήσουν ή η απάντηση θα εμπεριέχει την υπόνοια, πως είναι ο έρωτας που ποτέ δεν δοκίμασε τη σαρκική επαφή. Είναι ο Πλατωνικός Έρως, λοιπόν, κάτι απ’ όλα τα παραπάνω;


Για τον Πλάτωνα ο έρωτας ήταν μία ιδέα με σκοπό την ανοδική πορεία του ατόμου, μέσω των τριών βαθμίδων της, στο υψηλότερο σκαλί της ερωτικής μυσταγωγίας.
Τη θεαγωγία, μιας και η ιδέα του έρωτα υπάρχει σε καθαρή κατάσταση στο θεό, και τη θέαση του απόλυτου κάλλους, του Αγαθού.


Στο πρώτο βήμα, η ανθρώπινη συνείδηση, ρέπει προς τα ωραία σώματα.
Έλκεται από τους, εξωτερικά, ωραίους ανθρώπους, εστιάζοντας την ερωτική της διάθεση σ’ ένα σώμα.

Στο δεύτερο βήμα, το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με τη θέαση του κάλλους της ψυχής, τ’ οποίο είναι ανώτερης αξίας σε σύγκριση με το σωματικό.
Σ’ αυτό το δεύτερο βήμα το άτομο δύναται να γνωρίσει για τον εαυτό του και για τους άλλους την οδό της αλήθειας.

Στο τρίτο βήμα, η συνείδηση του ατόμου απελευθερώνεται.
Πλέον το άτομο κοιτά από ψηλά όλο το πεδίο της ομορφιάς.
Απογυμνωμένη και λεύτερη από τη σάρκα και τις ψυχικές αμφιταλαντεύσεις απολαμβάνει τη θέαση του Αγαθού.
Του απόλυτα ωραίου, που ξεπερνά το άτομο και τις προεκτάσεις του.
Το άτομο ξεπηδά από τον κόσμο των απεικασμάτων στον κόσμο του αυθεντικού.


Ο Πλατωνικός έρωτας δεν είναι, λοιπόν, ένας έρωτας ανεκπλήρωτος.
Το αντίθετο, μάλιστα.
Είναι ο έρωτας στην πλήρη μορφή του.
Ο έρωτας που περπάτησε και τα τρία σκαλιά για να φτάσει στη θέωση.
Εκεί που οι ερωτευμένοι, γευόμενοι τη σωματική έλξη και κοινωνώντας την ψυχική ένωση καταλήγουν σε κάτι ανώτερο. Στη κοινή θέαση του πλατωνικού Αγαθού.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

Ξαναχτίζεται ο Παρθενώνας - Ιστορική απόφαση του ΚΑΣ αναμορφώνει τον ναό

Τι αλλάζει - Πώς θα γίνεται η αποκατάσταση και πού θα συμβάλλει το έργο


Την απόφαση να χτιστεί και πάλι εν μέρει ο Παρθενώνας πήρε επί της ουσίας το ΚΑΣ, σε μια συνεδρίαση που χαρακτηρίστηκε ως «πολύ μεγάλης σημασίας».


Κι αυτό γιατί, όπως τονίστηκε, φαίνεται πως θα ολοκληρωθεί μια προσπάθεια που κρατά εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Πρόκειται για την αποκατάσταση του βόρειου τoίχου του σηκού του Παρθενώνα. «Η σημερινή συνεδρίαση είναι πολύ μεγάλης σημασίας γιατί μέσα από την υλοποίηση των μελετών που αφορούν την αποκατάσταση του σηκού θα έχουμε ανασύσταση των όψεων, ένα πολύ σημαντικό γεγονός για τη νεότερη Ιστορία του Παρθενώνα», σημείωσε η αρμόδια Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων.

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ: Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι θαμμένος στη Βεργίνα


Τεράστια ερωτηματικά δημιουργεί η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ. Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου με τίτλο «Ο Μέγας Αλέξανδρος των Βυζαντινών», η ίδια έδωσε ..

συνέντευξη στο Πρακτορείο Magazine, δίνοντας νέα δεδομένα στην Ιστορία. Στη συνέντευξή της η κυρία Αρβελέρ υποστηρίζει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είναι θαμμένος στον τάφο του Φιλίππου στη Βεργίνα. Η ίδια λέει μάλιστα ότι «συμφωνεί απόλυτα με τα ευρήματα των Αμερικανών».

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Η πολιορκία και η πτώση της Μασάδα

Του φρούριο της Μασάδα

Το τελευταίο επεισόδιο του Α’ Ιουδαϊκο-Ρωμαϊκού Πολέμου, που διάρκεσε επτά χρόνια (66-73). Η κατάληψη του οχυρού βράχου Μασάδα από τους Ρωμαίους και η ομαδική αυτοκτονία των υπερασπιστών του, θυμίζει - τηρουμένων των αναλογιών - τον δικό μας Χορό του Ζαλόγγου.

Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Η Μάχη του Λεβιδίου




Αποφασιστική μάχη για την ανύψωση του ηθικού των επαναστατημένων Ελλήνων, που δόθηκε στις 14 Απριλίου 1821 στο Λεβίδι, ένα χωριό που είναι χτισμένο στις ανατολικές πλαγιές του Μαινάλου, 25 χιλιόμετρα βόρεια της Τρίπολης.

Στις αρχές Απριλίου του 1821 είχε σχεδόν επικρατήσει το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη, που στόχευε στην κατάληψη της Τριπολιτσάς, του διοικητικού κέντρου του Οθωμανικού Μωριά. Γι’ αυτό, γύρω από την Τριπολιτσά είχαν αρχίσει να δημιουργούνται ελληνικά στρατόπεδα, για να την αποκόψουν από την υπόλοιπη Πελοπόννησο και να καταστήσουν ευκολότερη την άλωσή της. Όμως, με τη θέα των Τούρκων οι στρατολογημένοι Έλληνες το έβαζαν στα πόδια, χωρίς να ρίξουν ούτε μία τουφεκιά, με αποτέλεσμα ένα μετά το άλλο τα στρατόπεδα να διαλύονται. Τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς και ραγιαδισμού είχαν κάνει πολλούς Έλληνες να σκύβουν το κεφάλι, όταν έβλεπαν Τούρκο και να υπομένουν μοιρολατρικά τον αυταρχισμό του. Άλλωστε, όσοι είχαν σηκώσει ανάστημα κατά του δυνάστη συχνά το πλήρωναν με το κεφάλι τους.

Στο Λεβίδι, όμως, όταν ακούσθηκε ότι φθάνει τουρκικός στρατός από την Τριπολιτσά κανείς δεν έφυγε. Ήταν το πρώτο στρατόπεδο που δεν διαλύθηκε στο άκουσμα της είδησης ότι 3.000 πεζοί και ιππείς έχουν εκστρατεύσει εναντίον τους. Το στρατόπεδο του Λεβιδίου είχε συσταθεί από τους Καλαβρυτινούς και τους ντόπιους οπλαρχηγούς Παναγιώτη Αρβάλη και Γεώργιο Μπηλίδα. Ήδη από τις 12 Απριλίου το στρατόπεδο είχε ενισχυθεί με τους οπλαρχηγούς Σωτήριο Χαραλάμπη, Σωτήριο Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη και Αναγνώστη Στριφτόμπολα. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν από την Τριπολιτσά με κατεύθυνση το Λεβίδι το βράδυ της 13ης Απριλίου.

Μόλις πληροφορήθηκαν την επικείμενη άφιξη του τουρκικού στρατού συγκεντρώθηκαν στο σπίτι, όπου διέμενε ο καλαβρυτινός Σωτήρης Χαραλάμπης και αποφάσισαν κατά πρώτο να ζητήσουν βοήθεια από τα γειτονικά στρατόπεδα της Αλωνίσταινας και του Κακουρίου και κατά δεύτερο να πιάσουν τις εισόδους του Λεβιδίου, ώστε να εμποδίσουν τους Τούρκους να εισέλθουν στο χωριό. Ο Σωτήρης Χαραλάμπης ταμπουρώθηκε σε μια ράχη κοντά στο Λεβίδι, ενώ πιο κάτω βρέθηκε ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας.

Τις πρωινές ώρες της 14ης Απριλίου, όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι το τουρκικό ιππικό πλησιάζει το Λεβίδι, πολλοί άνδρες πανικοβλήθηκαν. Εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, παρά τις προσπάθειες των οπλαρχηγών να τους συγκρατήσουν και κατέφυγαν στο βουνό. Τότε ο Στριφτόμπολας με 70 άνδρες αποφάσισε να δώσει τη μάχη μέσα στο χωριό. Οι Τούρκοι όρμησαν με άγριες διαθέσεις κατά των οχυρωμένων Ελλήνων, αλλά αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίστασή τους. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του λαϊκού ποιητή Παναγιώτη Κάλα ή Τσοπανάκου (1789-1825) «… στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι / πέφτει αλύπητο λεπίδι…»

Πραγματική μάχη δόθηκε έξω από το σπίτι που βρισκόταν ο Στριφτόμπολας. Εκεί έπεσαν οι περισσότεροι Τούρκοι, αλλά και ο ηρωικός οπλαρχηγός από τα Καλάβρυτα. Εν τω μεταξύ, είχαν αρχίσει να καταφθάνουν οι ενισχύσεις από τα διπλανά στρατόπεδα υπό τους Δημήτριο Πλαπούτα, Ηλία Τσαλαφατίνο, Νικόλαο Πετμεζά, Σταύρο Δημητρακόπουλο και Ασημάκη Σκαλτσά. Τότε, οι αμυνόμενοι βγήκαν από τα σπίτια και όρμησαν κατά των Τούρκων, που πανικόβλητοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς.

Η νίκη των Ελλήνων στο Λεβίδι αποτέλεσε το σημαντικότερο ως τότε γεγονός του Αγώνα. Οι ραγιάδες έβλεπαν πλέον ότι οι Τούρκοι δεν ήταν ανίκητοι!
sansimera.gr

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Λαρισαϊκά



Με την ονομασία «Λαρισαΐκά» έμεινε στην ιστορία η απόπειρα στασιαστικού κινήματος μερίδας υπαξιωματικών της Λάρισας και άλλων πόλεων της Θεσσαλίας, το 1884, με συντεχνιακά αιτήματα.

Στις αρχές του 1884, η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη υπέβαλλε νομοσχέδιο στη Βουλή, με το οποίο συνέδεε την προαγωγή των υπαξιωματικών με τη φοίτησή τους στο Προπαρασκευαστικόν Υπαξιωματικών Σχολείον (σημερινή ΣΜΥ) που επρόκειτο να ιδρυθεί. Επειδή αυτό σήμαινε ότι όσοι υπαξιωματικοί για διάφορους λόγους δεν θα φοιτούσαν στη σχολή αυτή αποκλείονταν από κάθε προαγωγή, οι υπαξιωματικοί της φρουράς Λάρισας, με τη συμπαράσταση και μερικών «δηλιγιαννικών» αξιωματικών, οργάνωσαν στάση, με σκοπό να αναγκάσουν την κυβέρνηση να αποσύρει το νομοσχέδιο ή να ματαιώσουν την ψήφισή του.

Η κίνησή τους βρήκε ανταπόκριση και από τις φρουρές άλλων πόλεων, κυρίως της Θεσσαλίας, στις οποίες απευθύνθηκαν και οι οποίες επίσης ετοιμάζονταν να συμμετάσχουν στη στάση. Προτού, όμως, εκδηλωθεί η στάση ή οποιαδήποτε σχετική ενέργεια, η συνωμοσία εκμηδενίστηκε με τη σύλληψη των οργανωτών της.

Στη δικαστική διερεύνηση του συμβάντος που ακολούθησε, 23 υπαξιωματικοί φυλακίστηκαν ή αποτάχθηκαν, ενώ αποτάχθηκαν 3 αξιωματικοί. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε, τελικά, στις 12 Απριλίου 1884.
sansimera.gr

Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος



Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία και τη θεσμική εξέλιξη της μεγάλης υπερατλαντικής Δημοκρατίας. Ενώ η Επανάσταση του 1776-1783 δημιούργησε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ο Εμφύλιος Πόλεμος του 1861-1865 μεταξύ Βορείων και Νοτίων Πολιτειών καθόρισε το είδος του κράτους που ήθελαν οι Αμερικανοί: μία χαλαρή συνομοσπονδία κυριάρχων κρατών ή ένα ενιαίο κράτος με κυρίαρχη κυβέρνηση, ένας κράτος με ισότητα δικαιωμάτων ή ένα κράτος με δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής.
Η λύση στα παραπάνω διλήμματα δόθηκε τελικά στα πεδία των μαχών. Η νίκη των Βορείων διατήρησε την ενιαία κρατική υπόσταση των ΗΠΑ και κατάργησε τη δουλεία, η οποία είχε χωρίσει τη χώρα στα δύο από την αρχή της ύπαρξής της. Αλλά η λύση είχε αιματηρό κόστος. 625.000 Αμερικανοί έπεσαν στα πεδία των μαχών, όσοι σχεδόν έχασαν τη ζωή τους στους υπόλοιπους πολέμους, στους οποίους ενεπλάκησαν οι ΗΠΑ μέχρι τις μέρες μας. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος ήταν η πιο μεγάλη και καταστροφική αναμέτρηση που έλαβε χώρα στο Δυτικό Ημισφαίριο από το τέλος των Ναπολεόντιων Πολέμων το 1815, μέχρι την αυγή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1914.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος άρχισε εξαιτίας των αγεφύρωτων διαφορών μεταξύ των πολιτειών του Βορρά που είχαν καταργήσει τη δουλεία και των πολιτειών του Νότου που την ευνοούσαν, για τη δυνατότητα της κεντρικής κυβέρνησης να απαγορεύσει τη δουλεία στα εδάφη που δεν είχαν γίνει ακόμη πολιτείες. Όταν ο ρεπουμπλικάνος Αβραάμ Λίνκολν κέρδισε τις εκλογές το 1860 με το σύνθημα της κατάργησης της δουλείας, επτά πολιτείες του Βαθέως Νότου (Deep South) αποσχίστηκαν και σχημάτισαν ένα νέο κράτος, τις Συνομοσπονδιακές Πολιτείες της Αμερικής (Confederate States of America). O Λίνκολν, αλλά και οι περισσότερες πολιτείες του Βορρά αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τη νομιμότητα της απόσχισης. Φοβόντουσαν ότι θα δημιουργούσε προηγούμενο, που τελικά θα οδηγούσε στον κατακερματισμό των ΗΠΑ σε μικρά αλληλοϋποβλεπόμενα κρατίδια.
Το γεγονός που άναψε το φιτίλι του πολέμου συνέβη στις 12 Απριλίου 1861 στο Φορτ Σάμτερ στον κόλπο του Τσάρλεστον. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θεωρούσε ότι το φρούριο αυτό ήταν δικό της, ενώ ο στρατός της Συνομοσπονδίας είχε αντίθετη άποψη και το κατέλαβε αυθημερόν, υψώνοντας τη σημαία της. Ο Λίνκολν διέταξε αμέσως την εθνοφρουρά να καταστείλει την εξέγερση. Τέσσερις ακόμη πολιτείες τάχθηκαν με τους Νότιους. Μέχρι το τέλος του 1861 σχεδόν ένα εκατομμύριο οπλισμένοι άνδρες και από τις δύο πλευρές αντιπαρατέθηκαν σ' ένα μέτωπο 1200 μιλίων από τη Βιρτζίνια μέχρι το Μιζούρι. Πολλές μάχες έγιναν: κοντά στο Μανάσας Τζάνκσιον στη Βιρτζίνια, στην ορεινή Δυτική Βιρτζίνια, όπου οι νίκες των Βορείων δημιούργησαν μία νέα πολιτεία, τη Δυτική Βιρτζίνια, στο Γουίλσονς Κρικ στο Μιζούρι, στο ακρωτήριο Χατέρας στη Βόρεια Καρολίνα και στο Πορτ Ρόγιαλ στη Νότιο Καρολίνα, όπου οι Βόρειοι δημιούργησαν ναυτική βάση για να αποκόψουν του Νοτίους από τον έξω κόσμο.
Αλλά οι πραγματικές μάχες άρχισαν το 1862. Οι μεγάλες μάχες στο Σίλο του Τενεσί, στο Γκέινς Μιλ, στο Μανάσας, στο Φρέντριξμπουργκ της Βιρτζίνια και στο Αντιετάμ του Μέριλαντ επισκιάστηκαν από τις ακόμη μεγαλύτερες εκστρατείες και μάχες τα επόμενα χρόνια, από το Γκέτισμπεργκ στην Πενσιλβάνια έως το Βίξμπουργκ στο Μισίσιπι και στην Τσικαμάουγκα στην Τζόρτζια. Έως το 1864 ο στόχος των Βορείων για ένα περιορισμένο πόλεμο, που θα επανέφερε την τάξη στην ομοσπονδία, είχε δώσει τη θέση του σε μία νέα στρατηγική του ολοκληρωτικού πολέμου για την καταστροφή των δομών του δουλοκτητικού κράτους του Νότου, που θα έδινε στην αποκατατεστημένη ένωση ένα «νέο αέρα ελευθερίας», όπως το διατύπωσε ο Λίνκολν σε λόγο του στο Γκέτισμπεργκ.
Από το 1862 έως το 1865 ο στρατός της Βιρτζίνια υπό τον Ρόμπερτ Λι απέκρουε όλες τις επιθέσεις των Βορείων έως ότου ο στρατηγός Οδυσσέας Γκραντ ανακλήθηκε από το Δυτικό Μέτωπο και ανέλαβε τη διοίκηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων των Βορείων. Σε μία σειρά αιματηρών μαχών, Δε Γουάλντερνες, Σποτσιλβάνια, Κολντ Χάρμπορ και Πίτερσμπουργκ, ο Γκραντ έφερε τον Λι στο Αποματόξ τον Απρίλιο του 1865. Την ίδια ώρα, οι λοιπές στρατιωτικές δυνάμεις των Βορείων σημείωσαν σημαντικές νίκες δυτικά των Απαλλαχίων Ορέων. Ο στρατηγός Σέρμαν διείσδυσε βαθιά στην ενδοχώρα της Συνομοσπονδίας, στην Τζόρτζια και τη Νότια Καρολίνα, καταστρέφοντας τις υποδομές της, ενώ ο στρατηγός Τόμας κατανίκησε το στρατό τού Τενεσί στη μάχη του Νάσβιλ.
Έως την άνοιξη του 1865 οι στρατιές των Νοτίων είχαν παραδοθεί και όταν το ιππικό των Βορείων αιχμαλώτισε τον Πρόεδρο της Συνομοσπονδίας, Τζέφερσον Ντέιβις, στην Τζόρτζια στις 10 Μαΐου 1865, κάθε αντίσταση κατέρρευσε. Η μακρά και οδυνηρά διαδικασία της εθνικής ενότητας του διηρημένου αμερικανικού έθνους μακριά από τη δουλεία είχε μόλις αρχίσει...

Η 4η Σταυροφορία

Ο αρχηγός της Δ’ Σταυροφορίας, Βονιφάτιος ο Μομφερατικός



Η Δ' Σταυροφορία ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' το 1201, για την κατάληψη των Αγίων Τόπων, που κατείχαν οι Μουσουλμάνοι. Ολοκληρώθηκε στις 12 Απριλίου 1204, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την προσωρινή κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χωρίς τη θέληση του Ποντίφικα.
Μετά την αποτυχία της τρίτης Σταυροφορίας (1189-1192) για την κατάληψη των Αγίων Τόπων, το ενδιαφέρον των δυτικοευρωπαίων ατόνησε. Την Ιερουσαλήμ, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας και της Αιγύπτου, ήλεγχε η μουσουλμανική δυναστεία των Αγιουβιδών. Το λατινικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ μόνο κατ' όνομα υπήρχε, περιορισμένο σε λίγες πόλεις στις ακτές της Παλαιστίνης.
Το ενδιαφέρον για μια νέα σταυροφορία ανακίνησε ο πάπας Ινοκέντιος Γ' το 1198. Στην αρχή συνάντησε τη γενική αδιαφορία των εστεμμένων της Ευρώπης, που είχαν τα δικά τους προβλήματα να επιλύσουν. Τον επόμενο χρόνο, κάποιοι ευγενείς, κυρίως από τα εδάφη της σημερινής Γαλλίας, πείσθηκαν να συγκροτήσουν ένα εκστρατευτικό σώμα, με επικεφαλής τον Κόμη Τιμπό της Καμπανίας. Ο Τιμπό πέθανε τον επόμενο χρόνο και αρχηγός της Δ' Σταυροφορίας ανακηρύχθηκε ο ιταλός κόμης Βονιφάτιος ο Μομφερατικός. Το σχέδιο προέβλεπε τη συγκέντρωση των Σταυροφόρων στη Βενετία και από εκεί θα κατευθύνονταν στην Αίγυπτο, όπου θα άρχιζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με σκοπό την κατάληψη της Ιερουσαλήμ.
Τη δύναμη των Σταυροφόρων συγκροτούσαν 33.500 άνδρες και 4.500 άλογα και τη διεκπεραίωσή τους στην Αίγυπτο ανέλαβαν έναντι ανταλλαγμάτων οι Ενετοί το 1200. Ζήτησαν 85.000 αργυρά μάρκα, τα μισά εδάφη που θα κατακτούσαν οι Σταυροφόροι και προθεσμία ενός έτους για τις ετοιμασίες της φιλόδοξης εκστρατείας. Το 1201 το μεγαλύτερο μέρος των Σταυροφόρων έφθασε στη Βενετία. Όμως, οι ηγέτες τους δεν τήρησαν τη συμφωνία και μόλις και μετά βίας συγκέντρωσαν 51.000 αργυρά μάρκα. Οι Ενετοί εξοργίσθηκαν και τους φυλάκισαν στο νησάκι Λίντο, έως ότου αποφασίσουν για την τύχη τους.
Ο γηραιός δόγης Ερρίκος Δάνδολος αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την περίσταση και να χρησιμοποιήσει τους Σταυροφόρους για τους δικούς του σκοπούς. Στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, όπου έγινε η επίσημη τελετή υποδοχής τους, ο δόγης πρότεινε στους αρχηγούς τους να επιτεθούν πρώτα στο λιμάνι της Ζάρας στη Δαλματία (σημερινή Κροατία), προκειμένου να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Η Ζάρα, που προμήθευε με ξυλεία τον στόλο του δόγη, είχε αποσκιρτήσει από τη Βενετία και βρισκόταν υπό προστασία του βασιλιά των Ούγγρων Έμερικ. Οι κάτοικοί της ήταν χριστιανοί και μάλιστα καθολικοί.
Για την επιχείρηση συμφώνησε απρόθυμα ο παπικός αντιπρόσωπος Καρδινάλιος Καπουάνο, όχι όμως και ο Πάπας Ινοκέντιος, που απείλησε με αφορισμό όσους σταυροφόρους στραφούν εναντίον χριστιανών. Τη σχετική επιστολή του φρόντισαν να την κρατήσουν μυστική οι επικεφαλής της εκστρατείας. Η επιχείρηση τελικά πραγματοποιήθηκε. Η πόλη της Ζάρας καταλήφθηκε, ύστερα από σύντομη πολιορκία και ο Πάπας Ινοκέντιος Γ' πραγματοποίησε την απειλή του.
Ο αρχηγός των Σταυροφόρων Βονιφάτιος ο Μομφερατικός δεν πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Ζάρα, φοβούμενος ίσως τις παπικές κυρώσεις. Πήγε να επισκεφθεί τον εξάδελφό του Φίλιππο της Σουηβίας, ο οποίος φιλοξενούσε τον συγγενή του βυζαντινό πρίγκηπα Αλέξιο Άγγελο, γιο του ανατραπέντος αυτοκράτορα Ισαάκιου Β' Άγγελου. Ο Αλέξιος Άγγελος ζήτησε βοήθεια από τον Βονιφάτιο για να ανατρέψει τον θείο του αυτοκράτορα Αλέξιο Γ' Άγγελο και να επαναφέρει στον θρόνο τον τυφλό πατέρα του. Στα ανταλλάγματα που προσέφερε ήταν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, στρατιωτικές δυνάμεις για την ενίσχυση της εκστρατείας των Σταυροφόρων στην Αίγυπτο και την υποταγή της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης στον Πάπα.
Ο Βονιφάτιος θεώρησε δελεαστική την πρόταση και μαζί με τον Αλέξιο Άγγελο μετέβησαν στην Κέρκυρα για να συναντήσουν τους Σταυροφόρους που συμμετείχαν στην κατάληψη της Ζάρα και να ενημερώσουν τους αρχηγούς της Σταυροφορίας. Κάποιοι συμφώνησαν με την εκτροπή της Σταυροφορίας, άλλοι διαφώνησαν και αποχώρησαν, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους.
Ανάμεσα σε αυτούς που είδαν με καλό μάτι την πρόταση του Αλέξιου ήταν και οι Ενετοί. Λαός ναυτικός, επιζητούσαν την αύξηση της επιρροής τους στην Ανατολή εις βάρος της Γένουας και της Πίζας, που ήταν οι κύριοι ανταγωνιστές τους. Επιπροσθέτως, τους μισούσαν και ήθελαν να πάρουν εκδίκηση για τη σφαγή των συμπατριωτών τους, στη διάρκεια των αντιπαπικών ταραχών στην Κωνσταντινούπολη το 1182. Από την άλλη πλευρά, το Βυζάντιο σπαρασσόταν από εμφύλιες διαμάχες και την καταστροφική πολιτική των τελευταίων Κομνηνών και της δυναστείας των Αγγέλων. Βρισκόταν σε προφανή παρακμή, ενώ είχαν αρχίσει οι αποσχιστικές τάσεις από φιλόδοξους τοπάρχες. Ο λαός στέναζε από τη βαριά φορολογία.
Ο στόλος των Ενετών και Σταυροφόρων έφθασε προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης στις 23 Ιουνίου 1203. Οι νεοφερμένοι έμειναν κατάπληκτοι από όσα έβλεπαν τα μάτια τους: «Δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι υπήρχε στον κόσμο τόσο οχυρή πόλη. Είδαν τα υψηλά τείχη, τους ισχυρούς πύργους, τα θαυμαστά παλάτια, τις μεγάλες εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές ώστε κανείς δεν θα το πίστευε αν δεν τις έβλεπε με τα μάτια του. Το μήκος της, το πλάτος της, έδειχναν πως ήταν βασιλεύουσα». Με τα λόγια αυτά περιγράφει τις πρώτες του εντυπώσεις ο ιστορικός και εκ των ηγετών της Σταυροφορίας Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος.
Αρχικός τους στόχος ήταν να αποκαταστήσουν στον θρόνο τον Ισαάκιο Β' Άγγελο. Οι κάτοικοι της Πόλης τους υποδέχθηκαν εχθρικά, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Αλέξιου Άγγελου. Στις 17 Ιουλίου οι Σταυροφόροι αποβιβάσθηκαν στη στεριά και επιτέθηκαν από τη νοτιοανατολική πλευρά της Πόλης. Έβαλαν μία μεγάλη φωτιά, που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην Πόλη. Οι κάτοικοι στράφηκαν κατά του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ' Άγγελου, ο οποίος έφυγε την ίδια νύχτα από την Πόλη. Ο Ισαάκιος Β' Άγγελος αφέθηκε ελεύθερος και αποκαταστάθηκε στο θρόνο του. Την 1η Αυγούστου ο γιος του Αλέξιος Άγγελος αναγορεύθηκε σε αυτοκράτορα, ως Αλέξιος Δ' Άγγελος. Το Βυζάντιο βρισκόταν και πάλι σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, αφού υπήρχαν δύο νόμιμοι αυτοκράτορες (Αλέξιος Γ' Άγγελος και Αλέξιος Δ' Άγγελος).
Ο νέος ηγεμόνας βρήκε τα ταμεία άδεια και γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις δεσμεύσεις του προς τους Σταυροφόρους. Διέταξε τότε να καταστραφούν εικόνες και αντικείμενα λατρείας, μόνο και μόνο για να πάρει τον χρυσό και τον άργυρο που περιείχαν. Ο λαός εξαγριώθηκε και θεώρησε ιεροσυλία την απόφαση αυτή του αυτοκράτορα. Ο αυλικός Αλέξιος Δούκας, γνωστός και ως Μούρτζουφλος, εξαιτίας των πυκνών φρυδιών του, εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση. Τον ανέτρεψε και τον στραγγάλισε. Ο Αλέξιος Δούκας ανέβηκε στο θρόνο ως Αλέξιος Ε'. Ο πρώην αυτοκράτορας Ισαάκιος Β' Άγγελος πέθανε ύστερα από λίγο, από φυσικά αίτια.
Οι Σταυροφόροι και οι Βενετοί, χωρίς προστάτες πλέον σε μια εχθρική γι' αυτούς περιοχή, βρέθηκαν προς στιγμή σε αμηχανία. Πάντως, στις 8 Απριλίου 1204 επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για μια ακόμη φορά, προκειμένου να τιμωρήσουν τον δολοφόνο του Αλέξιου Δ' Άγγελου. Ο Αλέξιος Ε' αντέταξε ισχυρή άμυνα, με σύμμαχο τον άσχημο καιρό. Οι επιτιθέμενοι το θεώρησαν θεϊκό σημάδι και θέλησαν να λύσουν την πολιορκία. Οι καθολικοί κληρικοί που τους συνόδευαν κατόρθωσαν να τους πείσουν να παραμείνουν και να καταλάβουν την Πόλη, με τα επιχειρήματα ότι οι Βυζαντινοί είναι προδότες και δολοφόνοι επειδή σκότωσαν τον σεβαστό Αλέξιο Δ' και ότι είναι χειρότεροι από τους Εβραίους. Ο Πάπας Ινοκέντιος Γ', για μια ακόμη φορά, είχε διαμηνύσει στους Σταυροφόρους να μην επιτεθούν και να μην σκοτώσουν ούτε ένα χριστιανό, αλλά και πάλι η σχετική επιστολή του απεκρύβη από τους παπικούς απεσταλμένους.
Στις 12 Απριλίου 1204, οι Σταυροφόροι πραγματοποίησαν την τελική τους έφοδο κατά της Κωνσταντινούπολης, βοηθούμενοι και από τον καλό καιρό. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος την είχε εγκαταλείψει κι έτσι την κατέλαβαν με σχετική ευκολία, παρά την αντίσταση της αυτοκρατορικής φρουράς, που την αποτελούσαν οι σκανδιναβοί Βάραγγοι. Για τρεις μέρες οι «Στρατιώτες του Χριστού» επιδόθηκαν σε παντός είδους βανδαλισμούς και φρικαλεότητες. Δεν δίστασαν να βεβηλώσουν ακόμη και ιερούς χώρους, ανεβάζοντας στον πατριαρχικό θρόνο μία πόρνη, σύμφωνα με τον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη. Όταν ο Πάπας έμαθε για τις βδελυρές πράξεις των Σταυροφόρων εξέφρασε την ντροπή και τον αποτροπιασμό του.
Για τα επόμενα 59 χρόνια ο ελλαδικός χώρος θα ζήσει υπό καθεστώς Φραγκοκρατίας. Η τάξη θα αποκατασταθεί το 1261, με την εκδίωξη των Λατίνων και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο.
Η Τέταρτη Σταυροφορία, μόνο κατ' όνομα υπήρξε. Σχεδόν κανένας από τους λατίνους μαχητές δεν πάτησε το πόδι του στους Αγίους Τόπους, παρά μόνο διοχέτευσαν όλη τους την ενέργεια στην καταστροφή του Βυζαντίου. Η κληρονομιά που άφησε πίσω της η Τέταρτη Σταυροφορίας είναι η ολοκλήρωση του Σχίσματος μεταξύ Καθολικής Δύσης και Ορθόδοξης Ανατολής και ο τεμαχισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε λατινικά (Πριγκιπάτο της Αχαΐας, Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, Βασίλειο των Αθηνών, Βασίλειο του Αιγαίου, Ηγεμονία της Κωνσταντινούπολης) και ελληνικά κρατίδια (Δεσποτάτο της Ηπείρου, Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, Αυτοκρατορία της Νικαίας). Η αποτυχία του να ελέγξει του Σταυροφόρους έγινε μάθημα στον Ινοκέντιο και τους διαδόχους του στην Αγία Έδρα κι έτσι δεν υποστήριξαν αμέσως καμία από τις επόμενες Σταυροφορίες.
Οκτακόσια χρόνια αργότερα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' εξέφρασε τη λύπη του για τις ωμότητες των Σταυροφόρων, οι οποίοι «εστράφησαν εναντίον των εν Χριστώ αδελφών μας», όπως ανέφερε το 2001 σε επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Ανάλογη ήταν και η συγγνώμη του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α', κατά τη συνάντησή τους στο Βατικανό το 2004.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Σπετσιώτικο ρεσάλτο στη Μήλο



Οι Σπετσιώτες ήταν η πρώτοι νησιώτες που συμμετείχαν στον εθνικό ξεσηκωμό.

Στις 3 Απριλίου του 1821 ο Γεώργιος Πάνου και ο Παναγιώτης Μπότασης υψώνουν τη σημαία της επανάστασης στην καγκελαρία (διοικητήριο) των Σπετσών. Αμέσως μετά, μία μοίρα του πανίσχυρου στόλου του νησιού, με επικεφαλής τη Λασκαρίνα Μπούμπουλη (Μπουμπουλίνα) και τον Μανόλη Ορλόφ, απέπλευσε για το Ναύπλιο, προκειμένου να ενισχύσει τους επαναστάτες που το πολιορκούσαν. Συγχρόνως, ένας άλλος σπετσιώτικος στολίσκος κατευθύνθηκε προς τη Μονεμβασιά για να υποστηρίξει από θαλάσσης την πολιορκία της καστροπολιτείας, με την κομβική σημασία για την τύχη της επανάστασης στην Πελοπόννησο.

Στις 11 Απριλίου οκτώ σπετσιώτικα πλοία αποσπάσθηκαν από την πολιορκία της Μονεμβασιάς και κατευθύνθηκαν στη Μήλο για να εξακριβώσουν τις πληροφορίες ότι εκεί ναυλοχούσαν τρία τουρκικά πολεμικά πλοία. Επικεφαλής του στολίσκου ήταν ο Νικόλαος Ράπτης και καπετάνιοι οι Νικόλαος και Βασίλειος Ορλόφ, Αναγνώστης και Παύλος Ανάργυρος, Γεώργιος Κούτσης και Αναστάσιος Ανδρούτσος.

Τα τουρκικά πλοία (μία κορβέτα με 26 κανόνια, ένα μπρίκι με 16 κανόνια κι ένα μεταγωγικό με πολεμικό υλικό) ήταν όντως προσωρμισμένα στον κόλπο της Μήλου και είχαν προορισμό το Ιόνιο για να ενωθούν με τον τουρκικό στόλο που έπλεε πλησίον της νησίδας Μούρτος (κοντά στα σημερινά Σύβοτα της Θεσπρωτίας). Οι Σπετσιώτες τα κατέλαβαν με καταδρομική επιχείρηση, συναντώντας μικρή αντίσταση. Ιδού πώς περιγράφει τη συμπλοκή μια αναφορά της εποχής, που συνέταξε μάλλον ο Βασίλειος Ορλόφ:

«Τα σπετσιώτικα πλοία επρόβαλαν εις τους Τούρκους να παραδοθούν. Και το μεν βρίκιον και το τρανσπόρτο -το μεταγωγικόν- παρεδόθησαν ευθύς, η δε κορβέττα έκοψε τας γούμενάς της και εξελθούσα εις τα πανιά, ήρχισε να κτυπά. Αυτοί, χωρίς αναβολήν καιρού, ηθέλησαν να πέσουν επάνω της. Και επειδή ο άνεμος ήτο δυνατός, με το πέρασμα ενός πλοίου ερρίφθησαν 26 Έλληνες μέσα εις την κορβέτταν, η οποία είχε 90 Τούρκους και 20 ραγιάδες Έλληνας. Οι δε Τούρκοι εμαζώχθησαν προς το μέρος της πρύμνης, οι δε 26 Σπετσιώται κατέλαβαν το μέρος της πλώρης και επολεμούσαν με όλους. Αφού επήρε τον γύρον του το ελληνικόν πλοίον, εματάπεσεν επάνω της κορβέττας και την εξουσίαζε με θάνατον 79 Τούρκων και 7 Ελλήνων».

Σύμφωνα με άλλες πηγές, οι νεκροί Τούρκοι ήταν ελάχιστοι και αιχμάλωτοι των τριών τουρκικών πλοίων γύρω στους πεντακόσιους. Οι κάτοικοι της Μήλου ζήτησαν από τους Σπετσιώτες πλοιάρχους να σεβαστούν τη ζωή των αιχμαλώτων, φοβούμενοι την αντεκδίκηση του πανίσχυρου τουρκικού στόλου. Το ίδιο αίτημα υπέβαλε και ο Γάλλος πρόξενος στη Μήλο, Μπρεστ. Δεν εισακούσθηκαν ούτε οι Μήλιοι, ούτε ο Μπρεστ. Οι αιχμάλωτοι εσφάγησαν μέχρις ενός πρώτα στη Μονεμβασιά, όπου κατέπλευσε ο στολίσκος υπό τον Ράπτη στις 18 Απριλίου και οι τελευταίοι αργότερα στις Σπέτσες. Τα τουρκικά πλοία, αφού τους αφαιρέθηκε ό,τι πολύτιμο υπήρχε επάνω τους, καταστράφηκαν. Την ίδια τύχη είχαν και οι άνδρες ενός τουρκικού πλοίου που αιχμαλωτίσθηκε κοντά στην Κίμωλο.

Με το «ρεσάλτο της Μήλου» σχετίζεται κι ένα περιστατικό που συνέβη λίγο νωρίτερα πλησίον της Τήνου. Ένα σπετσιώτικο πλοίο συνάντησε μια αυστριακή γολέτα πλησίον της Τήνου, στην οποία επέβαιναν πενήντα Τούρκοι, με αποσκευές γεμάτες πλούτο. Οι Τούρκοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και οι αποσκευές τους λαφυραγωγήθηκαν. Επρόκειτο για μια κλασική περίπτωση πειρατείας, μια συνήθεια που ήταν δύσκολο να εξαλειφθεί από πολλούς έλληνες καραβοκύρηδες της εποχής εκείνης.
sansimera.gr

Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

Η δεύτερη πολιορκία και η έξοδος του Μεσολογγίου



Τρία χρόνια μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης του Μεσολογγίου από τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη, ο Σουλτάνος επανήλθε με νέο σχέδιο. Ανέθεσε και πάλι στον νικητή της Μάχης του Πέτα, Κιουταχή, να καταλάβει την πόλη, συνδυάζοντας αυτή τη φορά την επιχείρηση με την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Με μια πανίσχυρη στρατιά 20.000 ανδρών, ο Κιουταχής ξεκίνησε από τα Τρίκαλα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1825 και στις 15 Απριλίου 1825 έφθασε προ του Μεσολογγίου.
Αμέσως άρχισε την πολιορκία της πόλεως, η οποία μπορεί να χωρισθεί σε δύο περιόδους: α) 15 Απριλίου έως 12 Δεκεμβρίου 1825 και β) 25 Δεκεμβρίου 1825 έως τις 11 Απριλίου 1826. Χωρίς σημαντική βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, λόγω του εμφυλίου πολέμου, και έχοντας να αντιμετωπίσουν υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, οι 12.000 ψυχές του Μεσολογγίου αντιστάθηκαν καρτερικά επί ένα χρόνο. Την οργάνωση της άμυνας ανέλαβε τριμελής επιτροπή υπό τους Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Δημήτριο Θέμελη και Γεώργιο Καναβό.
Το φρούριο της πόλεως μετά την πρώτη πολιορκία είχε βελτιωθεί, κατόπιν των προσπαθειών του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Βύρωνα και του μηχανικού Μιχαήλ Κοκκίνη. Η τάφρος έγινε βαθύτερη, ο μικρός περίβολος ενισχύθηκε με πύργους και πολύγωνα προτειχίσματα, πάνω στα οποία τοποθετήθηκαν 48 τηλεβόλα και 4 βομβοβόλα. Η νησίδα Βασιλάδι, μεταξύ της λιμνοθάλασσας και της θάλασσας, έγινε ένα είδος προκεχωρημένου οχυρού. Εκεί τοποθετήθηκαν 6 πυροβόλα και συγκεντρώθηκαν 2.000 γυναικόπαιδα για να μην επιβαρύνουν τη φρουρά της πόλης. Εντός του Μεσολογγίου υπήρχαν 10.000 άτομα, εκ των οποίων 4.000 άνδρες, άριστοι πολεμιστές από την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία και ακόμη 1.000 άνδρες, δυνάμενοι να φέρουν όπλα.
Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας (15 Απριλίου - 12 Δεκεμβρίου 1825) το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε μόνο από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Οι επιθέσεις τους συντρίβονταν εύκολα ή δύσκολα από τους υπερασπιστές της πόλης. Εξάλλου, ο από θαλάσσης αποκλεισμός δεν ήταν ισχυρός και επανειλημμένως διασπάσθηκε από τον στόλο του Μιαούλη, ο οποίος ενίσχυε με πολεμοφόδια και τρόφιμα τους πολιορκούμενους. Στις 24 Ιουλίου, 1000 ρουμελιώτες πολεμιστές υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ανάγκασαν τον Κιουταχή να αποσύρει τις δυνάμεις του στις υπώρειες του όρους Ζυγός, χαλαρώνοντας την πολιορκία του Μεσολογγίου. Αλλά και ο τουρκικός στόλος, παρενοχλούμενος από τον ελληνικό, αναγκάσθηκε να ζητήσει καταφύγιο στην αγγλοκρατούμενη Κεφαλληνία.
Στις 5 Αυγούστου ο Κίτσος Τζαβέλλας, επικεφαλής δυνάμεως Σουλιωτώνπολεμιστών, εισήλθε στην πόλη, αναπτερώνοντας το ηθικό των πολιορκουμένων. Όμως, στις αρχές Νοεμβρίου, ο κοινός στόλος Τούρκων και Αιγυπτίων αποβίβασε 8.000 αιγύπτιους στρατιώτες κι ένα μήνα αργότερα κατέφθασε στην περιοχή ο Ιμπραήμ που είχε σχεδόν καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Τούρκοι, Τουρκαλβανοί και Αιγύπτιοι αριθμούσαν 25.000 άνδρες, με σύγχρονο πυροβολικό, που διοικούσαν γάλλοι αξιωματικοί. Οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν 4.000 μαχητές.

Στις 25 Δεκεμβρίου 1825 άρχισε η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Όπως και στην πρώτη πολιορκία, πάλι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πασάδων. Ο αιγύπτιος Ιμπραήμ επεχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826. Απέτυχε, όμως, και αναγκάσθηκε να συμπράξει μετά του Κιουταχή. Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία με ανηλεή κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) και Κλείσοβας (25 Μαρτίου). Μετά την πτώση των δύο νησίδων, η θέση των πολιορκουμένων κατέστη δεινή, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.
Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκούμενοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες! Υπό τις συνθήκες αυτές, που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση της πόλης, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος και ορίστηκε γι' αυτή, η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου). Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Νωρίτερα είχαν σκοτώσει τους τούρκους αιχμαλώτους, ενώ στην πόλη παρέμειναν τραυματίες και γέροι.
Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν με τα γιαταγάνια τούς μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης.
Σε πολλά σημεία σημειώθηκαν δραματικές σκηνές: ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολείς στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς. Το πρωί της 10ης Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.

Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 που πήραν μέρος στην έξοδο, οι 1.700 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι γερμανοί φιλέλληνες. Γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Οι απώλειες για τους τουρκοαιγύπτιους εισβολής ανήλθαν σε 5.000 άνδρες.
Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί. Η φλόγα της, όμως, παρέμεινε άσβεστη, καθώς η ήττα μετατράπηκε σε νίκη. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την αμαύρωση του Αγώνα, εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων. Πολλά έργα, ζωγραφικά, λογοτεχνικά και άλλα, απαθανάτισαν τη θυσία των Μεσολογγιτών. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμόςέγραψε την ημιτελή ποιητική του σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», με τους γνωστούς στίχους από το Σχεδίασμα Β':
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε' στα μάτια η μάνα μνέει'
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σέχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»


Αμέσως μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής με τον στρατό του κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Αττικής. Ο Ιμπραήμ επανήλθε στην Πελοπόννησο για να εξαλείψει και τις τελευταίες εστίες αντίστασης σε Μάνη και Αργολίδα.

Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαΐου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις» και η Κυριακή των Βαΐων ορίστηκε ως επέτειος της εξόδου.

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Η Σφαγή στο Δήλεσι



Ένα από τα πιο θλιβερά γεγονότα στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, που οδήγησε στον διεθνή διασυρμό της χώρας.

Η υποτίμηση της Δραχμής του 1953

Ο Αλέξανδρος Παπάγος σε προεκλογική συγκέντρωση

Από τα τέλη του 1952 τη χώρα κυβερνούσε ο δεξιός «Δημοκρατικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου (αρχηγού του Εθνικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου), o οποίος είχε επιτύχει μια σαρωτική νίκη στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου, λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος.

Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Λοχίας Ίτσιος: 38.000 σφαίρες κατά των ναζί! Τι του είπαν πριν τον εκτελέσουν



Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941 και παρά την ισχυρή και εντυπωσιακή αντίσταση των Ελλήνων και των στρατευμάτων τους, η υποχώρηση ήρθε 4 μέρες αργότερα

Η παράδοση έγινε στις 9 Απριλίου.

Πολλά είναι τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν για την ηρωϊκή αντίσταση των Ελλήνων. Ένας λοχίας όμως παίρνει τον πρώτο ρόλο….

Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Η Γερμανική Επίθεση κατά της Ελλάδας



Η επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας κατά της χώρας μας εκδηλώθηκε στις 5:15 το πρωί της 6ης Απριλίου 1941 στα οχυρά της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας, 45 λεπτά πριν από την προβλεπόμενη ώρα, σύμφωνα με τη γερμανική διακοίνωση που είχε επιδοθεί νωρίτερα στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή από τον γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα, πρίγκιπα Έρμπαχ. Επιδίδοντας το τελεσίγραφο, ο Έρμπαχ τόνισε στον Κορυζή ότι ο πόλεμος δεν στρεφόταν κατά της Ελλάδας, αλλά κατά της Αγγλίας, που είχε σπεύσει προς βοήθεια της χώρας μας με 62.000 άνδρες και μεγάλη αεροπορική δύναμη. Ο Κορυζής είπε το δεύτερο ΟΧΙ, αυτή τη φορά στην ιταμή ναζιστική πρόκληση. Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας αποτελεί συνέχεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, που ξεκίνησε την 28η Οκτωβρίου 1940 με την ιταλική επίθεση στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Η γερμανική επίθεση είχε την κωδική ονομασία Μαρίτα και η εντολή για τη σχεδίασή της είχε δοθεί από τον Χίτλερ στις 13 Δεκεμβρίου 1940. Στόχος του γερμανού δικτάτορα ήταν η βοήθεια προς τον σύμμαχό του Μουσολίνι που ήταν στριμωγμένος από τους Έλληνες στην Αλβανία και η εξασφάλιση των νώτων του ενόψει της επικείμενης επίθεσής του στη Ρωσία (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα). Το σχέδιο Μαρίτα δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα, αλλά και τη Γιουγκοσλαβία, τις μόνες χώρες των Βαλκανίων, μαζί με την Τουρκία, που δεν είχαν συμμαχήσει με τον Άξονα.

Τον διμέτωπο αγώνα κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας ανέλαβε η γερμανική 12η Στρατιά υπό τον στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ, ο οποίος είχε στη διάθεσή του 680.000 άνδρες, 1.200 τανκς και 700 αεροπλάνα. Η χώρα μας παρέταξε 70.000 άνδρες στα οχυρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, με επικεφαλής τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, καθώς ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού μαχόταν τους Ιταλούς στην Αλβανία. Οι αγγλικές δυνάμεις έλεγχαν τον άξονα Τεμπών - Βερμίου, όμως το κέντρο του μετώπου ήταν ασθενές και η Θεσσαλονίκη ανοχύρωτη πόλη.

Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στο μέτωπο των ελληνοβουλγαρικών συνόρων κατά μήκος της λεγόμενης Γραμμής Μεταξά στην Ανατολική Μακεδονία και στα μεμονωμένα οχυρά του Εχίνου και της Νυμφαίας στη Θράκη. Ταυτόχρονα, γερμανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν τον Πειραιά και τις ακτές έως τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, προκαλώντας ανθρώπινα θύματα και τεράστιες ζημιές.

Η λεγόμενη Γραμμή Μεταξά είναι ένα φιλόδοξο οχυρωματικό έργο, στα πρότυπα της Γραμμής Μαζινό, που είχε κατασκευαστεί με πρωτοβουλία του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, ως ασπίδα αποτροπής του βουλγαρικού κινδύνου. Μεγάλο θαυμασμό και έκπληξη είχαν προκάλεσε στους Γερμανούς επιδρομείς οι κρυφές έξοδοι, χωρίς όμοιες σε άλλη οχύρωση, το σχετικά χαμηλό κόστος και το μικρό διάστημα κατασκευής. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν τα φατνώματα (θυρίδες) των οχυρών πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων και ότι οι Βούλγαροι δεν γνώριζαν τίποτα, εντυπωσιάζει μέχρι και σήμερα η τεχνική απόκρυψη και παραλλαγή, η άριστη ποιότητα σκυροδέματος, η έλλειψη ειδικού οπλισμού οχύρωσης και η τέλεια προσαρμογή του οπλισμού του στρατού εκστρατείας.

Οι υπερασπιστές των Οχυρών (Νυμφαία, Εχίνος, Λίσε, Ιστίμπεη, Περιθώρι, Ρούπελ, Πυραμιδοειδές, Παλουριώνες κ.ά.) αμύνθηκαν σθεναρά για τρεις ημέρες στις αλλεπάλληλες επιθέσεις των υπέρτερων γερμανικών δυνάμεων. Κάμφθηκαν μόνο όταν οι τεθωρακισμένες γερμανικές μεραρχίες, μετά την αστραπιαία κατάρρευση του νότιου Γιουγκοσλαβικού μετώπου, εισέδυσαν στα Σκόπια και από την κοιλάδα του Αξιού πέρασαν τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα στις 8 Απριλίου, παρακάμπτοντας τη Γραμμή Μεταξά. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη και κατέλαβαν την πόλη.

Οι υπερασπιστές της Γραμμής Μεταξά, περικυκλωμένοι πλέον, έλαβαν εντολή από τον αρχιστράτηγο Παπάγο να συνθηκολογήσουν (9 Απριλίου). Τον ηρωισμό τους αναγνώρισαν ακόμη και οι αντίπαλοί τους, με εκδηλώσεις θαυμασμού και τιμητικά αγήματα για τους αιχμάλωτους έλληνες μαχητές. Οι ελληνικές απώλειες σε όλο το μέτωπο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ανήλθαν σε περίπου 1.000 νεκρούς και τραυματίες. Οι αντίστοιχες γερμανικές ανήλθαν σε 555 νεκρούς, 2.134 τραυματίες και 170 αγνοούμενους, αριθμός που αντιστοιχεί στο μισό των συνολικών απωλειών τους στη διάρκεια της επιχείρησης Μαρίτα, γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος της ελληνικής αντίστασης.

Κατά τις επόμενες μέρες, η προέλαση των Γερμανών προς Νότο υπήρξε ραγδαία, με την κατάρρευση και του μετώπου της Αλβανίας. Έως τις 30 Απριλίου είχε καταληφθεί ολόκληρη η ηπειρωτική Ελλάδα και η χώρα βρέθηκε υπό τριπλή κατοχή: γερμανική, ιταλική και βουλγαρική.
sansimera.gr

Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897

Η Μάχη του Βελεστίνου σε λαϊκή λιθογραφία

Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Η πρώτη τουφεκιά έπεσε στις 6 Απριλίου 1897 και οι πολεμικές συγκρούσεις τερματίστηκαν στις 8 Μαΐου του ίδιου χρόνου με ήττα της Ελλάδας.
Στις αρχές του 1896 την Ελλάδα κυβερνούσε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, πολιτικός με δημαγωγικές τάσεις. Εκτός από τα μεγάλα και δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα, είχε να αντιμετωπίσει και την κατάσταση στην Κρήτη, που βρισκόταν τότε υπό οθωμανικό ζυγό. Η διακυβέρνηση της μεγαλονήσου από τον ελληνικής καταγωγής Καραθεοδωρή Πασά είχε στεφθεί από αποτυχία. Τα φιλελεύθερο και φιλοδίκαιο πνεύμα του εξόργισε τους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι αποφάσισαν να καταστήσουν αδύνατη την περαιτέρω παραμονή του στο νησί. Ταραχές εξερράγησαν και δολοφονίες χριστιανών προκρίτων σημειώθηκαν, όχι κάτι ασυνήθιστο στη μακραίωνα διαβίωση μουσουλμάνων και χριστιανών στην Κρήτη.
Τον Καραθεοδωρή Πασά διαδέχθηκε ο τουρκαλβανός Τουρχάν Πασάς, ο οποίος ούτε και αυτός έγινε αποδεκτός από τους ομοδόξους του. Με προτροπή των μεγάλων δυνάμεων, τη διοίκηση της Κρήτης ανέλαβε ο χριστιανός Γεώργιος Βέροβιτς, πρώην διοικητής της Σάμου. Η κατάσταση, όμως, παρέμεινε έκρυθμη και το αίμα έρεε άφθονο. Οι χριστιανοί Έλληνες, που αποτελούσαν το 80% των κατοίκων της Κρήτης, είχαν ξεσηκωθεί και ζητούσαν αυτονομία για το νησί τους.
Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Αυστρία και η Ιταλία έστειλαν από ένα πλοίο στην Κρήτη για την προστασία των υπηκόων τους. Το ίδιο ήθελε να πράξει και η Ελλάδα, αλλά εμποδίστηκε από τις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα. Πάντως, βοήθεια έφθανε από την Ελλάδα στην Κρήτη, χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία και συγκεκριμένα την Εθνική Εταιρεία, μια μεγαλοϊδεατική οργάνωση, με βαθιές ρίζες στην ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας και της ελληνικής διασποράς.
Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, ενώ από την πλευρά τους οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν να τον πείσουν να δώσει μεγαλύτερα προνόμια στην Κρήτη. Ο Σουλτάνος δέχθηκε ο διοικητής της Κρήτης να είναι πάντοτε χριστιανός και να διορίζεται με τη σύμφωνη γνώμη των μεγάλων Δυνάμεων, αλλά την ίδια ώρα ενθάρρυνε τους Τουρκοκρητικούς να γίνονται καθημερινά προκλητικότεροι.
Αναχώρηση ελληνικών στρατευμάτων για την Κρήτη
Στις 24 Ιανουαρίου 1897 οι μουσουλμάνοι προέβησαν σε σφαγές χριστιανών στα Χανιά. Ο Δηληγιάννης, ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση και υπό την πίεση των λαϊκών αντιδράσεων, αναγκάσθηκε να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη, γνωρίζοντας ότι αυτό θα αποτελούσε αιτία πολέμου για την Υψηλή Πύλη. Στολίσκος πολεμικών πλοίων κατευθύνθηκε στο νησί υπό τον βασιλόπαιδα Γεώργιο, ενώ ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος με χίλιους άνδρες αποβιβάσθηκε στον όρμο του Κολυμπαρίου (δυτικά των Χανίων), με εντολή να καταλάβει την Κρήτη εν ονόματι του Βασιλιά Γεωργίου Α'.
Στις 7 Φεβρουαρίου είχε την πρώτη του επιτυχία, όταν κατανίκησε τετραπλάσια δύναμη τουρκοκρητών και οθωμανικών δυνάμεων. Στρατιωτικά αγήματα είχαν αποβιβάσει στο νησί και οι Μεγάλες Δυνάμεις, που απαγόρευσαν κάθε περαιτέρω επιθετική ενέργεια στον Βάσσο και τους άνδρες του. Με την παρουσία ελληνικών δυνάμεων στην Κρήτη, ο Σουλτάνος δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Το έπραξε στις 5 Απριλίου1897.
Την εποχή εκείνη, η ελληνοτουρκική μεθόριος διέτρεχε τη γραμμή από την Άρτα έως τις νοτιοανατολικές προσβάσεις του Ολύμπου. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 121.500 άνδρες και 1.300 ιππείς, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και γερμανούς συμβούλους. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Η πρώτη εβδομάδα των πολεμικών επιχειρήσεων (6-11 Απριλίου) αναλώθηκε σε μάχη χαρακωμάτων κατά μήκος των Θεσσαλικών συνόρων. Στις 11 Απριλίου, ο Ετέμ Πασάς και οι άνδρες του εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από τα στενά της Μελούνας και διέσπασαν γρήγορα τις ελληνικές δυνάμεις στον Τύρναβο (12 Απριλίου). Οι έλληνες στρατιώτες υποχώρησαν άτακτα και συμπτύχθηκαν στα Φάρσαλα, όπου αντέταξαν νέα γραμμή άμυνας. Η Λάρισα αφέθηκε στην τύχη της και καταλήφθηκε από τους Τούρκους στις 13 Απριλίου, αφού προηγουμένως είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους της. Την ίδια μέρα, τουρκική δύναμη κατευθύνθηκε στο Βελεστίνο, όπου αντιμετωπίστηκε από τον Συνταγματάρχη Σμολένσκη και την ταξιαρχία του.
Με πεσμένο το ηθικό, οι Έλληνες υπέστησαν και νέα ήττα στα Φάρσαλα, στις 24 Απριλίου, υποχωρώντας αυτή τη φορά με τάξη. Ο Σμολένσκης διατάχθηκε να εγκαταλείψει το Βελεστίνο και να μεταβεί με τις δυνάμεις του στον Δομοκό, όπου ο Έλληνες προετοίμαζαν νέα γραμμή άμυνας. Μάταια, όμως, αφού ο υπέρτερος τουρκικός στρατός πέτυχε μια ακόμη νίκη στις 5 Μαΐου, έχοντας πλέον ανοιχτό το δρόμο για την Αθήνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια, ο Σμολένσκης, που αποδείχθηκε ο πιο αξιόπιστος στρατιωτικός, διατάχθηκε από τον Κωνσταντίνο να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε, γιατί επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Μάχη στο Βελεστίνο
Ο τσάρος Νικόλαος Β', συγγενής εκ μητρός του έλληνα βασιλιά Γεωργίου Α', έπεισε τον Σουλτάνο να διατάξει κατάπαυση του πυρός. Το σχετικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας στις 8 Μαΐου 1897, με τους Οθωμανούς να έχουν ανακαταλάβει όλη τη Θεσσαλία. Στο μέτωπο της Ηπείρου η ανακωχή έγινε μία μέρα νωρίτερα (7 Μαΐου1897). Τα πράγματα εκεί είχαν εξελιχθεί καλύτερα για τον Ελληνικό Στρατό. Οι δυνάμεις του συνταγματάρχη Μάνου όχι μόνο κράτησαν στη γραμμή Άρτας - Πέτα, αλλά προήλασαν και μέσα στο τουρκικό έδαφος. Οι απώλειες για την ελληνική πλευρά ήταν 672 νεκροί, 2.383 τραυματίες και 252 αιχμάλωτοι και για την τουρκική 1.111 νεκροί, 3.238 τραυματίες και 15 αιχμάλωτοι.
Οι βασικότερες αιτίες για την εθνική ντροπή του 1897 ήταν η έλλειψη διορατικότητας από την πολιτική τάξη και το απαράσκευο του ελληνικού στρατού. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, για να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, είχε περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ ο κομματισμός βασίλευε στο στρατό, με την προαγωγή στις ανώτερες θέσεις ανίκανων αξιωματικών.
Ο στρατηγός και μετέπειτα δικτάτωρ Θεόδωρος Πάγκαλος χαρακτηρίζει στα Απομνημονεύματά του «ένοπλο συρφετό» το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και αναφέρει σχετικά: «Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά… Τα στελέχη του πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και ανίκανα. Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγοδίκων και ζωοκλεπτών… Αυτός ήτο στρατός, διά του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις ενόμιζεν ότι θα νικήση την Τουρκική Αυτοκρατορία…».
Το οριστικό τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη, με καταρρακωμένο το γόητρο της χώρας και την υπερηφάνεια των Ελλήνων. Ο Θεόδωρος Δηληγιάννης είχε παραιτηθεί υπό το βάρος της ήττας και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης υπέγραψε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Με τη συμφωνία, που επεξεργάστηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα ήταν μικρές, αφού επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης.
Όμως, η Ελλάδα των τόσων οικονομικών προβλημάτων και του τρικούπειου «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!» υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία (4.000.000 τουρκικές λίρες), ως πολεμική επανόρθωση. Αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο και προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος της τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Αυτό είχε ως συνέπεια να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα περίφημα μονοπώλια στο τσιγαρόχαρτο, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, που θα διατηρηθούν μέχρι την είσοδο της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981.
Το θετικό για τις εθνικές διεκδικήσεις ήταν η αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη, η οποία απέκτησε την αυτονομία της (1898), πρώτο στάδιο για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα (1913). Η εθνική οργή θα απαλυνθεί με τον καιρό, η φτωχή Ελλάδα γρήγορα θα σηκώσει κεφάλι και 15 χρόνια αργότερα θα γραφτεί το έπος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913.