Σελίδες

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ο καιρός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Τάκης Βαρβιτσιώτης

Τάκης Βαρβιτσιώτης

Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης ήταν πολυβραβευμένος έλληνας ποιητής, με διεθνή αναγνώριση. Στα 70 και πλέον χρόνια της ενασχόλησής του με την ποίηση, συγκέντρωσε ίσως τις περισσότερε διακρίσεις που έχουν δοθεί σε έλληνα ποιητή. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους λυρικούς ποιητές της μεταπολεμικής περιόδου. Ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης τον είχε χαρακτηρίσει «Ευρωπαίο ποιητή μιας σπάνιας ευαισθησίας και βαθύ γνώστη της λυρικής τέχνης, που αξίζει τον έπαινο, όχι μόνο της ιδιαίτερης πατρίδας του, αλλά και των καλλιεργημένων ανθρώπων όλου του κόσμου».

Γεννήθηκε στις 17 Απριλίου 1916 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και εργάστηκε ως δικηγόρος. Την πρώτη του ποιητική εμφάνιση την έκανε σε ηλικία είκοσι ετών, στο πρωτοποριακό περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες», με την εκδοτική ομάδα του οποίου συνδέθηκε στενά. Έκτοτε, αφιερώθηκε στην ποίηση με πάθος και συνέπεια.

Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Φύλλα Καπνού». Συνολικά, το ποιητικό του έργο περιλαμβάνει 22 ποιητικές συλλογές. Διακρίθηκε και ως δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Μετέφρασε κυρίως γάλλους, ισπανούς και λατινοαμερικάνους ποιητές, μεταξύ των οποίων οι Μποντλέρ, Λόρκα, Απολινέρ, Μαλαρμέ, Νερούδα και Ελάρ.

Για τους νεότερους ομοτέχνους του, ο Τάκης Βαρβιτσιώτης αποτελούσε σημείο αναφοράς. Υπήρξε ο τελευταίος επιζών ποιητής της παλιάς λογοτεχνικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης και της λογοτεχνικής συντροφιάς του φαρμακείου του Ν. Γ. Πεντζίκη, συνεργάτης των θρυλικών περιοδικών, «Κοχλίας» και «Μορφές».

Η ποίησή του είναι λυρική, ενορατική, μυστικιστική, στα βήματα του νεοσυμβολισμού, με επιρροές και από τους υπερρεαλιστές ποιητές Πολ Ελάρ και Πιερ Ρεβερντί. «Η ποίησή του εκμηδενίζει τις υλικές αντιστάσεις και το βάρος των πραγμάτων, ώστε να προβάλουν με την ονειρική τους υπόσταση και να δείξουν την όψη του κόσμου πιο ωραία. Έτσι, η ζωή κοιταγμένη απ’ το πρίσμα της τέχνης, αποβάλλει τη σκληρότητά της, συμφιλιώνει τις αντιθέσεις της και ξαναγυρίζει σε μια κατάσταση παιδικής αθωότητας, όπου τα πράγματα είναι ακόμα “κρύσταλλα των ονείρων” και “τραγουδούν” μέσα σε μυθικούς καθρέφτες», επισημαίνει ο μελετητής του έργου του Κώστας Στεργιόπουλος.

Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης υπήρξε από τους πιο πολυμεταφρασμένους και πολυβραβευμένους έλληνες ποιητές. Είχε τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1959), το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1985), το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών (1977), το Βραβείο Ουράνη (1987), το Βραβείο Ποίησης του Δήμου Θεσσαλονίκης (1959), το Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων (1992), το Χρυσό Μετάλλιο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου (1987).

«Είναι καιρός να καλλιεργηθεί η ιδέα ότι η ποίηση –όπως και η τέχνη γενικότερα– είναι ένας σταυρός μαρτυρίου, που τον σηκώνουν μοναχά άνθρωποι σημαδεμένοι από τη μοίρα, μία νόσος εκ γενετής. Με δύο λόγια δημοκρατία, σοσιαλισμός, χριστιανισμός είναι το τρίπτυχο που αντιπροσωπεύει και συμπυκνώνει την πνευματική μου υπόσταση», έλεγε σε συνέντευξή του, με αφορμή την απονομή του βαλκανικού βραβείου ποίησης «Αίμος» το 2006.

Ήταν μέλος της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών και επισκέφθηκε ως επίσημος προσκεκλημένος τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου διάβασε ποιήματά του κι έδωσε διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, Πρίνστον, Γέιλ, κ.α.). Επίσης, επισκέφθηκε με πρόσκληση του Υπουργείου Πολιτισμού τη Ρουμανία και την Ισπανία. Έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών, σε φεστιβάλ και άλλες διεθνείς συναντήσεις ως εκπρόσωπος της Ελλάδας.

Τιμήθηκε με το Παγκόσμιο Βραβείο Μυστικιστικής Ποίησης «Φερνάντο Ριέλο» στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Νέα Υόρκη, 1988), με το παράσημο του Ιππότη του Γαλλικού Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών από το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας (1989) και το ευρωπαϊκό Βραβείο Χέρντερ από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης (1994) με το αιτιολογικό ότι «είναι εκπρόσωπος εκείνης της πλειάδας των ελλήνων ποιητών που έχει συμβάλει μ' έναν τρόπο ζωτικό και απρόοπτο στην παγκόσμια λογοτεχνία της εποχής μας, και το πλούσιο ποιητικό έργο του αποτελεί μια κορυφαία στιγμή της σύγχρονης ελληνικής λυρικής ποίησης, βρίσκοντας αναγνώριση και έξω από την πατρίδα του».

Το Μάρτιο του 1995 εκλέγεται μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας «Μιχαήλ Εμινέσκου» που εδρεύει στη Ρουμανία, στις 23 Νοεμβρίου 1995 του απονέμεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χρυσό μετάλλιο τιμής για τη μεγάλη συμβολή του στα ευρωπαϊκά γράμματα, ύστερα από πρόταση της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών, και στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους τού απονέμεται από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος.

Στις 15 Μαρτίου 1997 του απονέμεται εκ μέρους του Ιταλικού Κράτους στη Ραγκούλα της Σικελίας, και σε επίσημη τελετή που έγινε στο κυβερνείο της πόλης αυτής, το Διεθνές Βραβείο «Ίμπλα: μία γέφυρα για την Ευρώπη». Τον Οκτώβριο του 1997 το Αριστείο της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών από το Ίδρυμα Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού και στις 10 Ιουνίου 1998 το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Στις 3 Δεκεμβρίου 1998 εκλέχθηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 9 Αυγούστου 1999.

Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης πέθανε την 1η Φεβρουαρίου 2011, σε ηλικία 95 ετών.
sansimera.gr

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Τσάρλι Τσάπλιν







Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του βωβού κινηματογράφου, που απέκτησε διεθνή φήμη ενσαρκώνοντας τον Σαρλό, και σκόρπισε και σκορπά άφθονο γέλιο σε μικρούς και μεγάλους.

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Κιμ Ιλ Σουνγκ



Κορεάτης κομμουνιστής ηγέτης και ιδρυτής του κράτους της Βόρειας Κορέας ή Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας, όπως είναι η επίσημη ονομασία του.

Ο Κιμ Σονγκ Τζου, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1912 στην Πιονγιάνγκ της τότε Ιαπωνικής Κορέας. Το 1931 προσχώρησε στο Κορεατικό Κομμουνιστικό Κόμμα και μετείχε της ένοπλης αντίστασης κατά της ια­πωνικής κατοχής της πατρίδας του. Τότε ήταν που έλαβε το επαναστατικό ψευδώνυμο Κιμ ιλ Σουνγκ, από ένα παλαιότερο θρυλικό ηγέτη του ανταρτοπολέμου κατά των Ιαπώνων.

Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πό­λεμο υπηρέτησε στο σοβιετικό στρατό ως διοικητής μονάδας Κορεατών με τον βαθμό του ταγματάρχη. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, μετά την απελευθέρωσή της, συμμετείχε στην εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος στη Βόρειο Κορέα (1945) και γρήγορα έγινε ο ισχυρός άνδρας της χώρας του. Το 1948 ανέλαβε την πρωθυπουργία κι ένα χρόνο αργότερα ανέλαβε και την προεδρία του πανίσχυρου και μοναδικού κόμματος της Βόρειας Κορέας, του Κόμματος των Εργατών.

Το 1950 έκανε μία ανεπιτυχή απόπειρα να επεκτείνει την εξουσία του στο νότιο τμήμα της χώρας και στη συνέχεια, με κινεζική βοήθεια, απέκρουσε εισβολή των δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών στη Βό­ρεια Κορέα («Κορεατικός Πόλεμος»). Χωρίς να πάψει να θεω­ρεί τον εαυτό του εκπρόσωπο ολό­κληρου του κορεατικού λαού, συγκέ­ντρωσε τις προσπάθειές του στη δη­μιουργία ενός σοσιαλιστικού κράτους στη Βόρεια Κορέα και προώθησε στε­νότερες σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση.

Τον Δεκέμβριο του 1972 εκλέχθηκε πρόεδρος της Βόρειας Κορέας. Από τη θέση αυτή πρότεινε επανειλημμένα την ενο­ποίηση της Κορέας. Το 1980 πρότεινε και πάλι τη δημιουργία ομοσπονδίας Βόρειας και Νότιας Κορέας, με τον όρο, ανάμεσα στ’ άλλα, να αποχωρή­σουν τα αμερικανικά στρατεύματα που σταθμεύουν στη Νότια Κορέα. Σε μία στροφή της πολιτικής του, διακή­ρυξε ότι η κυβέρνησή του ήταν πρό­θυμη ν’ αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με καπιταλιστικές χώρες.

Με την πάροδο του χρόνου απομακρύνθηκε τόσο από τη Σοβιετική Ένωση, όσο και από τον Μαρξισμό - Λενινισμό. Διακήρυξε την πολιτική ιδεολογία του «τζούτσε», δηλαδή της εθνικής αυτάρκειας, σύμφωνα με την οποία ένα κράτος πρέπει να είναι ανεξάρτητο και αυτάρκες, ώστε να μην εξαρτάται οικονομικά, στρατιωτικά ή πολιτικά από τις μεγάλες δυνάμεις. Ο Κιμ Ίλ-σουνγκ πίστευε ότι το άτομο είναι «κύριο του πεπρωμένου του» και οι μάζες της Βόρειας Κορέας πρέπει να ενεργούν ως «κύριοι της επανάστασης». Το «τζούτσε» είναι η βασική ιδεολογία της Βόρειας Κορέας, μέχρι και σήμερα.

Στην εσωτερική πολιτική, το καθε­στώς του εξασφάλισε φτηνή στέγη, δωρεάν ιατρική περί­θαλψη και ενδεκαετή δωρεάν υποχρεωτι­κή εκπαίδευση. Όμως, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, η οικονομία της Βόρειας Κορέας καταβαραθρώθηκε και από τότε η χώρα κινείται μεταξύ φτώχειας και λιμού.

Ο Κιμ Ιλ Σουνγκ έγινε αντικείμενο προσωπολατρίας, που όμοιά της δεν υπήρξε στις χώρες του κομμουνιστικού στρατοπέδου. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 8 Ιουλίου 1994, σε ηλικία 82 ετών. Τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Κιμ Γιονγκ Ιλ (1941-2011), σε μία ακόμη πρωτοτυπία του ιδιόρρυθμου κομμουνιστικού καθεστώτος της Βόρειας Κορέας. Ακόμη και σήμερα, ο Κιμ ιλ Σουνγκ αποκαλείται «Μεγάλος Ηγέτης» και «Αιώνιος Πρόεδρος», ενώ η γενέθλια ημέρα του είναι αργία και αποκαλείται «Ημέρα του Ήλιου».
sansimera.gr

Σταύρος Παράβας



Ο μεγάλος μας κωμικός Σταύρος Παράβας γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1935 από γονείς Μικρασιάτες και ήταν ο μικρότερος από τα πέντε αδέλφια του. Μεγάλωσε στα Προσφυγικά, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, αλλά γεμάτα από αγάπη, ανεμελιά και όνειρα, όπως έλεγε...
Από μικρός έπεσε στα βαθιά, καθώς έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του. Έτσι, για αρκετά χρόνια έκανε δουλειές του ποδαριού. Όμως, το σαράκι του ηθοποιού τον έτρωγε. Από τα σχολικά του χρόνια, ακόμη, συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις, ενώ τα αδέλφια και οι συμμαθητές του τον παρότρυναν να συνεχίσει.
Τα πρώτα μαθήματα υποκριτικής τα διδάχτηκε το 1952, δίπλα στον ηθοποιό Θεόδωρο Έξαρχο και λίγα χρόνια μετά σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη. Η πρώτη του επαφή με το σανίδι ήταν με το θίασο της κυρίας Κατερίνας στο έργο «Πρώτο Ψέμα» του Γεώργιου Ρούσσου. Στη συνέχεια εμφανίστηκε σε διάφορα θεατρικά με το Ντίνο Ηλιόπουλο και τη Βίλμα Κύρου.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1960, στην ταινία «Χριστίνα» του Γιάννη Δαλιανίδη, με πρωταγωνιστές τον Ντίνο Ηλιόπουλο, την Τζένη Καρέζη και τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Ακολούθησε ο «Σκληρός Άντρας», το «Παιδί της πιάτσας» και το «Έξυπνο πουλί», σε ρόλους που σφυρηλάτησαν ένα από τα μετέπειτα στερεότυπα του κοινού για τον Σταύρο Παράβα, αυτό του λαϊκού μάγκα. Την ίδια χρονιά (1961) ήρθε και η «Αλίκη στο Ναυτικό» ως συνάδελφος ναυτικός δόκιμος του Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Σε αυτή την περίοδο και στο πλάι του Κώστα Χατζηχρήστου εργάστηκε άοκνα στο μουσικό θέατρο, ανεβάζοντας μερικά πολύ δημοφιλή νούμερα, όπως ο «Nτένις ο τρομερός», ο «Ντιρλαντά» κ.ά.
Συνεχίζοντας τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, στα μέσα της δεκαετίας του 1960 έδωσε σάρκα και οστά στο διαβόητο «Φίφη» σε αλλεπάλληλες ταινίες, όπως «Εμίρης και κακομοίρης» (1964), «Μπετόβεν και μπουζούκι» (1965) και «Φίφης ο ακτύπητος» (1966). Αυτός ήταν και ο δεύτερος ρόλος που έγινε σήμα κατατεθέν για το Σταύρο Παράβα: Μια οπισθοδρομική απεικόνιση του ομοφυλόφιλου άντρα, περισσότερο βασισμένη στην εικόνα που, όμως, στη συντηρητική Ελλάδα του 1960 έβγαλε άφθονο γέλιο.
Στα χρόνια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών κι ενώ η καριέρα του ήταν στο απόγειό της, ένα θεατρικό νούμερο στο «ΡΕΞ» στάθηκε η αιτία να φυλακιστεί στη Γυάρο και να βασανιστεί. Η περίοδος αυτή σφράγισε και την καριέρα του, αφού ο ίδιος γύρισε αλλαγμένος. Από το «Φίφη» και το «Μάγκα», έκανε στροφή στο κλασσικό και το σύγχρονο ρεπερτόριο. Στα αξιοσημείωτα, ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι, οι «Ιππείς» του Αριστοφάνη με το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, οι «Εκκλησιάζουσες», οι «Ψύλλοι στ' αφτιά» του Φεντό με τον θίασο Καλογεροπούλου, το «Μόνο ζευγάρι» με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στα «Σκουπίδια», στα «Χριστούγεννα των Κουπιέλο» κ.ά.
Ο Σταύρος Παράβας συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου. Έλαβε μέρος σε 47 ταινίες, σε πολλές θεατρικές παραστάσεις και σε τηλεοπτικά σήριαλ («Το φάντασμα», «Τα αδέρφια», «Οικογένεια Μουσαμά»). Βραβευθεί για το έργο του ως Πρόεδρος του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Σερρών, αλλά και για την προσφορά του στο θεατρικό σανίδι.
Από το γάμο του με τη σύζυγό του Άννυ απέκτησε τρία παιδιά: Δύο κόρες, τη Μάρθα και τη Βανέσσα, κι ένα γιο, τον Τζόναθαν. Την περίοδο της δικτατορίας, όμως, η σύζυγός και τα παιδιά του επέστρεψαν μόνιμα στην Αγγλία. Το 2002 ο γιος του πέθανε και ο θάνατός του του στοίχισε πολύ. Από κει και μετά η ζωή του άλλαξε, οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά, όμως, δεν το έβαλε κάτω...
Το Φεβρουάριο του 2008 εισήχθη στον Ερυθρό Σταυρό με επιπλοκές στην καρδιακή λειτουργία. Έπειτα από πολύμηνη μάχη, άφησε την τελευταία του πνοή στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, από ανακοπή καρδιάς.

Λεονάρντο Ντα Βίντσι



Ζωγράφος, γλύπτης, εφευρέτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός και επιστήμονας, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (Leonardo da Vinci) αποτελεί την προσωποποίηση του Αναγεννησιακού ανθρώπου. Νόθος γιος του δικηγόρου Πιέρο ντα Βίντσι και της χωρικής Κατερίνας, γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1452 στην πόλη Αντσιάνο, κοντά στο Βίντσι της Ιταλίας. Το πλήρες όνομα του ήταν «Leonardo di ser Piero da Vinci».

Ο Λεονάρντο μεγάλωσε με τον πατέρα του στην πόλη της Φλωρεντίας, όπου από πολύ μικρή ηλικία έδειξε δείγματα της ευφυΐας και του καλλιτεχνικού του ταλέντου. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών στάλθηκε ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο του φλωρεντίνου ζωγράφου και αρχιτέκτονα Αντρέα ντελ Βερόκιο, στο πλάι του οποίου παρέμεινε έως το 1480.

Αυτή την περίοδο έγιναν και οι πρώτες δημιουργίες του, στις οποίες αναδεικνύεται το ταλέντο του στο σχέδιο, αλλά και η πειθαρχημένη προσοχή του στη λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο σχέδιό του, που απεικονίζει ένα τοπίο απ’ την κοιλάδα του ποταμού Άρνου και ολοκληρώθηκε στις 5 Αυγούστου του 1473.

Ως ο πρώτος ανεξάρτητος πίνακας του Λεονάρντο θεωρείται από πολλούς η «Παναγία με το Γαρύφαλλο», που σήμερα βρίσκεται στην Παλαιά Πινακοθήκη του Μονάχου, αν και μάλλον τον ζωγράφισε όσο βρισκόταν ακόμα στο εργαστήριο του Βερόκιο. Σε αυτό το έργο διακρίνονται και επιδράσεις από τους φλαμανδούς ζωγράφους του παρελθόντος. Ανάλογοι πίνακες ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένοι τον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία και προορίζονταν για ιδιωτικό προσκύνημα.

Κατά διαστήματα, ο Λεονάρντο συνέτασσε μικρούς καταλόγους των έργων του, από τους οποίους γνωρίζουμε πως στα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Φλωρεντία ζωγράφισε αρκετούς πίνακες με την Παναγία. Παράλληλα, όμως, πειραματίστηκε και με φανταστικά θέματα που του επέτρεπαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό να εκφραστεί ελεύθερα. Ωστόσο, η θεματολογία αυτού του είδους δεν ήταν τόσο αποδεκτή εκείνη την εποχή.

Οι πρώτοι πίνακες του Λεονάρντο δείχνουν πως δεχόταν αρχικά μικρές παραγγελίες. Την ίδια περίοδο που ο ντα Βίντσι ξεκινούσε την πορεία του, ζωγράφοι όπως ο Μποτιτσέλι ή ο Ντομένικο Γκιρλαντάγιο (δάσκαλος του Μιχαήλ Άγγελου) βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της καριέρας τους. Φαίνεται πως σημαντικό ρόλο στο να δεχτεί ο Λεονάρντο τις πρώτες μεγάλες παραγγελίες έργων διαδραμάτισε ο πατέρας του και ειδικά η συνεργασία του ως συμβολαιογράφος με τη Σινιορία, δηλαδή την «κυβέρνηση» της πόλης.

Ήδη από τη δεκαετία του 1470, ο ντα Βίντσι φαίνεται πως είχε καθιερωθεί ως σημαντικός ζωγράφος. Η περίοδος μέχρι το 1482 αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την πρώτη εποχή της δημιουργίας του. Ανάμεσα στα σημαντικά έργα που του αναθέτουν είναι ένας πίνακας με θέμα την προσκύνηση των μάγων για την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Σαν Ντονάτο. Αυτή η παραγγελία ίσως να αποτέλεσε το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε ένα προηγούμενο έργο του, τον Άγιο Ιερώνυμο. Ωστόσο, και η Προσκύνηση των Μάγων τελικά θα μείνει ημιτελής, πιθανόν λόγω της μετακόμισης του ντα Βίντσι στο Μιλάνο.
sansimera.gr

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Γιούρι Γκαγκάριν



«Κοιτάζω τη Γη και είναι τόσο όμορφη». Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις του ανθρώπου στο διάστημα. Εκπρόσωπός του, ο Γιούρι Γκαγκάριν (Yuri Gagarin), ο πρώτος που μπήκε σε τροχιά γύρω από τη Γη.

Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1934 σ’ ένα μικρό χωριό, 160 χιλιόμετρα δυτικά της Μόσχας. Όταν τελείωσε το σχολείο, το 1950, γράφτηκε σε τεχνική σχολή, με σκοπό να γίνει μεταλλουργός, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του παρακολουθούσε μαθήματα πιλότου. Ο εκπαιδευτής του διέκρινε το ταλέντο του και τον σύστησε στην Πολεμική Αεροπορία, όπου διακρίθηκε για τις πτητικές του ικανότητες, την πειθαρχία και τη σωματική του δύναμη.

Στα τέλη του 1959 υπέβαλε αίτηση για το πρώτο πρόγραμμα εκπαίδευσης κοσμοναυτών και παρότι διέθετε τη λιγότερη πείρα μεταξύ των δεκάδων συνυποψηφίων του, επιλέχθηκε για την πρώτη επανδρωμένη διαστημική αποστολή, στις 12 Απριλίου του 1961.

Ταξίδεψε με ταχύτητα 27.400 χιλιομέτρων την ώρα κι έφθασε σε ύψος 327 χιλιομέτρων. Η πτήση διήρκεσε 1 ώρα και 48 λεπτά. Αν και ήταν σύντομη, χρειάστηκε πολύ θάρρος. Κανείς δεν ήξερε πραγματικά εάν ο άνθρωπος θα μπορούσε να επιζήσει στο διάστημα. Οι πιθανότητες επιβίωσης κατά τους επιστήμονες ήταν μόλις 5%, ενώ η ασφαλής επιστροφή του στη Γη φάνταζε ως ένα μάλλον απίθανο ενδεχόμενο. Ουσιαστικά επρόκειτο για μία αποστολή αυτοκτονίας.

Η πτήση του έδωσε απαντήσεις σε πολλά σημαντικά ερωτήματα. Οι λεπτομερέστατες παρατηρήσεις του απέδειξαν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος συνεχίζει να λειτουργεί το ίδιο καλά και στο διάστημα, διαψεύδοντας μία από τις σημαντικότερες ανησυχίες των επιστημόνων. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η βαρύτητα δεν είναι απαραίτητη για την πέψη. Κατά την εκτόξευση και την επιστροφή του, ένιωσε τη βαρύτητα έξι έως οκτώ φορές μεγαλύτερη απ’ ότι στη Γη. Κατάφερε, όμως, να επιβιώσει.

Τραγική ειρωνεία, ο Γιούρι Γκαγκάριν σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, στις 27 Μαρτίου του 1968. Είχε επιλεχθεί να ηγηθεί της σοβιετικής αποστολής στο φεγγάρι, αλλά δεν πρόλαβε να επιστρέψει στο διάστημα. Ωστόσο με την ιστορική του πτήση άνοιξε το δρόμο για την κατάκτηση του διαστήματος.
sansimera.gr

Τζίμης Μακούλης



Έλληνας τροβαδούρος, από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της ελαφράς μουσικής της δεκαετίας του '50. Με τη φωνή του βαρύτονου, αλλά και με την «καλογυαλισμένη» εμφάνιση ενός κοσμοπολίτη, άφησε το δικό του ιδιαίτερο στίγμα στην ελληνική μουσική σκηνή.

Ο Δημήτριος Μακούλης γεννήθηκε στις 12 Απριλίου 1935 στο Κέιπ Τάουν και ήταν γιος έλληνα διπλωμάτη. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Αθήνα, όπου πρωτοπήγε σχολείο. Οι δάσκαλοί του αντιλήφθηκαν πρώτοι την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του, ενθαρρύνοντάς τον να ασχοληθεί με το τραγούδι.

Τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα τα έκανε στο μουσικό θέατρο το 1948 και μέχρι το 1954 ηχογράφησε πάνω από εξήντα τραγούδια σπουδαίων δημιουργών, όπως ήταν οι Γιώργος Μουζάκης, Κώστας Καπνίσης, Μενέλαος Θεοφανίδης, Ζακ Ιακωβίδης και Γεράσιμος Λαβράνος, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία.

Γρήγορα, η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και από το 1954 ξεκίνησε μια επιτυχημένη διεθνή καριέρα, πρώτα στη Γερμανία και μετά στις ΗΠΑ. «Το Ελληνόπουλο με τη χρυσή φωνή», όπως τον βάφτισαν, έγινε γρήγορα διάσημο. Έζησε πολλά χρόνια στο εξωτερικό και συνεργάστηκε με τα πιο μεγάλα ονόματα της μουσικής, όπως οι Λούις Άρμστρονγκ, Ντιουκ Έλινγκτον και Έλα Φιτζέραλντ. Υπολογίζεται ότι στην καριέρα του έχει πουλήσει πάνω από 100 εκατομμύρια δίσκους.

Το 1961 έγινε ο πρώτος έλληνας τραγουδιστής που συμμετείχε σε διαγωνισμό της Eurovision. Εκπροσώπησε την Αυστρία με το τραγούδι «Sehnsucht» («Λαχτάρα») και κατέλαβε την 15η θέση σε 16 συμμετοχές. Το 1990 πήρε μέρος στον προκριματικό διαγωνισμό της ΕΡΤ με το τραγούδι «Μια νύχτα σαν κι απόψε» και κατέλαβε την 5η θέση σε 6 συμμετοχές. Την Ελλάδα εκείνη τη χρονιά εκπροσώπησε ο Χρήστος Κάλοου με το τραγούδι «Χωρίς σκοπό».

Η «δύση» του ελαφρού τραγουδιού είχε κόστος και για τον Τζίμη Μακούλη. Εξακολουθούσε, όμως, να εμφανίζεται σε μικρούς συναυλιακούς χώρους, μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής του, που επήλθε στις 28 Οκτωβρίου 2007, εξαιτίας μετεγχειρητικών επιπλοκών.

Το όνομα του Τζίμη Μακούλη έχει ταυτιστεί με τα τραγούδια του Γιώργου Μουζάκη («Ένας φίλος ήρθε απόψε απ' τα παλιά», «Βίρα τις άγκυρες», «Αντίο εκεί που πας στα ξένα», «Γλυκιά Μαντόνα»), με κάποια τραγούδια του Γεράσιμου Λαβράνου, όπως το «Βότσαλο Χαμένο», ή του Γιώργου Κορολόγου («Για σένα ωραία μου μαντάμ», «Γιατί κλαις μπεμπέκα») και με εξελληνισμένες ευρωπαϊκές επιτυχίες, όπως το «Τσιγγάνα καρδιά» ή «Ένα φιλάκι είναι λίγο».
sansimera.gr

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Τζέιμς Πάρκινσον


Άγγλος γιατρός, γεωλόγος, παλαιοντολόγος και πολιτικός ακτιβιστής. Εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο από τη νευρολογική ασθένεια που φέρει το όνομά του («Νόσος του Πάρκινσον»), καθώς ήταν ο πρώτος επιστήμονας που περιέγραψε τα συμπτώματά της.

Ο Τζέιμς Πάρκινσον (James Parkinson) γεννήθηκε στις 11 Απριλίου 1755 στη συνοικία Σόρεντιτς του Λονδίνου και ήταν γιος του φαρμακοποιού και πρακτικού χειρουργού Τζον Πάρκινσον με μεγάλη πελατεία στην περιοχή. Ακολούθησε το ιατρικό επάγγελμα και το 1783 ανέλαβε το ιατρείο του πατέρα του. Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε τη Μέρι Ντέιλ, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά.

Ο Πάρκινσον από νωρίς ασχολήθηκε με την πολιτική και ήταν θερμός οπαδός της Γαλλικής Επανάστασης. Στα περίπου 20 φυλλάδια που εξέδωσε, καταφερόταν εναντίον των προνομιούχων συμπατριωτών του και ζητούσε την είσοδο του λαού στη Βουλή των Κοινοτήτων με την καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας. Το όνομά του αναμίχθηκε και σε μια συνωμοσία για τη δολοφονία του Βασιλιά Γεώργιου Γ', αλλά απαλλάχτηκε ελλείψει ενοχοποιητικών στοιχείων. Σύμφυτη με την πολιτική του δράση ήταν η ενασχόλησή του με θέματα δημόσιας υγείας, ζητώντας ουσιαστικές παρεμβάσεις από το «κράτος - νυχτοφύλακα» εκείνης της περιόδου.

Από το 1799 αφοσιώθηκε περισσότερο στην ερευνητική ιατρική και εξέδωσε σειρά μελετών για την περιτονίτιδα, αλλά και τη λαιμαργία. Έγραψε ιστορία στην ιατρική το 1817 με τη μελέτη του «Δοκίμιο για την τρομώδη παράλυση» («An Essay on the Shaking Palsy»), όπου περιέγραφε την ασθένεια του κεντρικού νευρικού συστήματος, που εξήντα χρόνια αργότερα ο διακεκριμένος γάλλος νευρολόγος Ζαν Μαρτέν Σαρκό ονόμασε «Νόσο του Πάρκινσον». Για να καταλήξει στις διαπιστώσεις του, ο Πάρκινσον παρατήρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα το καθημερινό βάδισμα έξι ασθενών, που εμφάνιζαν τα συμπτώματα της νόσου.

Με την πάροδο του χρόνου, το ενδιαφέρον του για την ιατρική μειώθηκε και αναβίωσε ένα νεανικό του χόμπι για τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Έγραψε πολλές πραγματείες και υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Γεωλογικής Εταιρείας του Λονδίνου.

Ο Τζέιμς Πάρκινσον έφυγε από τη ζωή στις 21 Δεκεμβρίου 1824, σε ηλικία 69 ετών.
sansimera.gr

Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

Ομάρ Σαρίφ

Ομάρ Σαρίφ

Ο Ομάρ Σαρίφ ήταν αιγύπτιος ηθοποιός, με σπουδαία διεθνή καριέρα και δεινός μπρίτζερ. Στην πλούσια καριέρα του υποδύθηκε αξιομνημόνευτους ρόλους στη μεγάλη οθόνη, όπως του Σαρίφ Αλί στον «Λόρενς της Αραβίας» (1962), του γοητευτικού δόκτορος Ζιβάγκο στην ομώνυμη ταινία (1965) και του τζογαδόρου Νίκι Αρνστάιν στο «Ένα αστείο κορίτσι» (1968).

Ο Μισέλ Ντιμίτρι Σαλούμπ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1932 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στους κόλπους μιας χριστιανικής οικογένειας ρωμαιοκαθολικού δόγματος και λιβανέζικης καταγωγής. Σπούδασε μαθηματικά και φυσική στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου και εργάστηκε αρχικά στην οικογενειακή επιχείρηση ξυλείας του πατέρα του.

Στη συνέχεια σπούδασε σε δραματική σχολή του Λονδίνου και στράφηκε στον κινηματογράφο το 1953, με πρώτη εμφάνιση στην αιγυπτιακή ταινία «Μάχη στην Κοιλάδα» για ν’ ακολουθήσουν ρόλοι κυρίως σε ρομαντικές ταινίες. Στη φιλμογραφία του συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι ταινίες «Οι Καλύτερες μας Μέρες» (1955), «Δεν Κοιμάμαι» (1958), «Η Κυρία του Κάστρου» (1959) και η διασκευή της «Άννα Καρένινα» του Τολστόι με τίτλο «Ο Ποταμός της Αγάπης» (1961).

Το 1955 αλλαξοπίστησε και ασπάστηκε τη μουσουλμανική θρησκεία για να παντρευτεί τη συνάδελφό του Φατέν Χαμαμά, με την οποία μοιράστηκε ρόλους σε πολλές ταινίες της αιγυπτιακής του περιόδου. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο και χώρισε το 1974.

Το 1962 το υποκριτικό ταλέντο του Ομάρ Σαρίφ αναγνωρίστηκε διεθνώς, όταν υποδύθηκε τον Σαρίφ Αλί στην επική ταινία του Ντέιβιντ Λιν «Λόρενς της Αραβίας». Ήταν η πρώτη αγγλόφωνη ταινία στην οποία συμμετείχε και η ερμηνεία του κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου, ενώ βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα Β’ Ανδρικού Ρόλου.

Το 1965 γνώρισε μία ακόμη επιτυχία με τον Ντέιβιντ Λιν, όταν υποδύθηκε τον Δόκτορα Ζιβάγκο, στην ομώνυμη ταινία, που ήταν μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του τιμημένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας, σοβιετικού συγγραφέα Μπόρις Πάστερνακ.

Ο τρίτος πιο γνωστός του ρόλος ήταν του τζογαδόρου Νίκι Αρνστάιν στο μιούζικαλ του Γουίλιαμ Γουάιλερ «Ένα αστείο κορίτσι» («Funny Girl», 1968), όπου πρωταγωνιστούσε δίπλα στην Μπάρμπαρα Στρέιζαντ.

Ύστερα από μία περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας έμπαινε στους τίτλους των εφημερίδων για τις επιδόσεις του στο επαγγελματικό μπριτζ, έκανε την επάνοδό του το 2003 στη διασκευή του μυθιστορήματος «Ο Κύριος Ιμπραήμ και τα Λουλούδια του Κορανίου» του Φρανσουά Ντιπερόν. Για την ερμηνεία του βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας (2003) και με το γαλλικό Βραβείο Σεζάρ (2004). Το Νοέμβριο του 2005 τιμήθηκε από την UNESCO για τη συνεισφορά του στον παγκόσμιο πολιτισμό.

Ο Ομάρ Σαρίφ αποχώρησε από το χώρο της υποκριτικής το 2006, δηλώνοντας σε συνέντευξή του: «Αποφάσισα πως δεν ήθελα να είμαι σκλάβος πια κανενός πάθους, εκτός από τη δουλειά μου. Είχα πολλά πάθη - μπριτζ, άλογα, τζόγο. Επιθυμώ να ζήσω ένα άλλο είδος ζωής, να είμαι περισσότερο με την οικογένειά μου, γιατί δεν της αφιέρωσα αρκετό χρόνο». Τα επόμενα χρόνια αναίρεσε την απόφασή του αυτή σε μια - δυο περιπτώσεις.

Τον Μάιο του 2015 ο γιος του, Τάρεκ, αποκάλυψε ότι ο πατέρας του σταμάτησε την υποκριτική εξαιτίας της νόσου Αλτσχάιμερ από την οποία προσβλήθηκε, προσθέτοντας ότι ο Σαρίφ δεν θυμόταν ούτε τις πιο μεγάλες του επιτυχίες, όπως ο «Λόρενς της Αραβίας», την ταινία που του άνοιξε το δρόμο για την απόλυτη επιτυχία. Δύο μήνες αργότερα, στις 10 Ιουλίου, ο σπουδαίος αιγύπτιος ηθοποιός εγκατέλειπε τα εγκόσμια, σε ηλικία 83 ετών.
sansimera.gr

Βλαντίμιρ Λένιν





Ρώσος πολιτικός, ο εμπνευστής και ο ηγέτης της «Οκτωβριανής Επανάστασης» του 1917. Θεωρείται ένας από τους επιδραστικότερους πολιτικούς ηγέτες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπήρξε ο δημιουργός και ο πρώτος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και ο ιδρυτής της Γ’ Διεθνούς (γνωστή και ως Κόμιντερν), η οποία συσπείρωνε τα κομμουνιστικά κόμματα που ακολουθούσαν τις πολιτικές υποθήκες του. Το συγγραφικό του έργο ξεπερνά τους 55 τόμους και τον κατατάσσει στις σημαντικότερες προσωπικότητες της πολιτικής επιστήμης.
Ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1870 στο Σιμπίρσκ (νυν Ουλιάνοφσκ), μία πόλη 893 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά μιας πολύ δεμένης και ευτυχισμένης οικογένειας, με γονείς υψηλής παιδείας και καλλιέργειας. Ο πατέρας του ήταν σχολικός επιθεωρητής και η μητέρα του κόρη γιατρού.
Ο νεαρός Βλαδίμηρος ήταν πολύ καλός μαθητής και τίποτε δεν προμήνυε ότι θα γινόταν επαναστάτης, εκτός ίσως από το ότι δήλωνε άθεος. Όλα τα παιδιά της οικογένειας Ουλιάνοφ στράφηκαν στο επαναστατικό κίνημα, όπως και άλλα μέλη της ρωσικής ιντελιγκέντσιας, από την οποία το τσαρικό σύστημα στερούσε δικαιώματα και ελευθερίες.
Δύο γεγονότα σημάδεψαν τη ζωή του νεαρού παιδιού: η απειλή απόλυσης του πατέρα του, λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του, και η εκτέλεση του μεγαλύτερου αδερφού του, επειδή ανήκε σε επαναστατική οργάνωση που συνωμοτούσε κατά του τσάρου. Αίφνης, στην ηλικία των 17 ετών, ο Λένιν έγινε ο επικεφαλής της οικογένειάς του, η οποία έφερε πλέον το στίγμα ότι είχε αναθρέψει έναν «εγκληματία κατά του κράτους».
Το φθινόπωρο του 1887 άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο του Καζάν, αλλά τρεις μήνες μετά αποβλήθηκε από τη σχολή για επαναστατική δράση και εξαναγκάστηκε από την τσαρική αστυνομία να ζήσει για δύο χρόνια υπό περιορισμό στην κατοικία του παππού του στο χωριό Κακούσκινο. Σε αυτό το διάστημα, ο Λένιν ήρθε σε επαφή με τους εξόριστους επαναστάτες και διάβασε το «Κεφάλαιο» του Μαρξ.
Με τα πολλά, το κράτος πείστηκε να τον αφήσει να τελειώσει τις σπουδές του και να του επιτρέψει να δικηγορήσει στην Αγία Πετρούπολη. Σύντομα, όμως, εξορίστηκε για τρία χρόνια στη Σιβηρία, λόγω της επαναστατικής δραστηριότητάς του. Εκεί πήρε το επαναστατικό ψευδώνυμο «Λένιν» (από την ονομασία του ποταμού Λένα) και νυμφεύθηκε τη συναγωνίστριά του Ναντέζντα Κρούπσκαγια (1869-1939).
Μετά τη λήξη της εξορίας του το 1900 κατέφυγε στο Μόναχο, όπου εξέδιδε μαζί με άλλους το περιοδικό «Ίσκρα» («Σπίθα»). Ήρθε σε ρήξη με όσους πίστευαν ότι ο μαρξισμός δεν ήταν εφαρμόσιμος στην αγροτική Ρωσία, επειδή δεν υπήρχε προλεταριάτο, δηλαδή βιομηχανική εργατική τάξη, και με όσους θεωρούσαν ότι έπρεπε πρώτα να γίνει μία επανάσταση της μπουρζουαζίας (αστικής τάξης) και να ακολουθήσει η επανάσταση του προλεταριάτου.
Ο Λένιν υποστήριζε ότι η κατάσταση ήταν ώριμη για την εκδήλωση μιας σοσιαλιστικής επανάστασης, διότι στη Ρωσία υπάρχει καπιταλισμός, συνεπώς υπάρχει και η ρωσική εργατική τάξη, που είναι η κινητήρια δύναμη της επανάστασης. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα «κόμμα ενός νέου τύπου», το οποίο πρέπει να είναι οργανωμένο γύρω από ένα πυρήνα πεπειραμένων επαγγελματιών επαναστατών και να διέπεται από τον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» και την απόλυτη κομματική πειθαρχία. «Δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών και θα αναποδογυρίσουμε τη Ρωσία» διατυμπάνιζε.

Όταν το 1898 ιδρύθηκε το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (μετέπειτα Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης), η πλευρά του Λένιν αποκαλέστηκε «μπολσεβίκοι» (δηλαδή, πλειοψηφούντες) και η άλλη «μενσεβίκοι» (μειοψηφούντες). Σύμφωνα με τα λόγια ενός μενσεβίκου, «δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος τόσο απορροφημένος από την επανάσταση 24 ώρες το 24ωρο, που δεν σκεφτόταν άλλο από την επανάσταση και που ακόμη και στον ύπνο τον ονειρευόταν την επανάσταση».
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1914, ο Λένιν προέτρεψε τους σοσιαλιστές να «μετατρέψουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο», λέγοντάς τους ότι ο εχθρός δεν ήταν ο εργάτης στο απέναντι χαράκωμα, αλλά οι καπιταλιστές συμπατριώτες τους. Τελικά, τον Μάρτιο του 1917 ο αποκαμωμένος από τον πόλεμο ρωσικός λαός ανέτρεψε τον τσάρο Νικόλαο Β’. Την εξουσία ανέλαβε μία προσωρινή κυβέρνηση, αποτελούμενη από φιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς. Ο Λένιν επέστρεψε στη Ρωσία ένα μήνα αργότερα, χαρακτήρισε «ιμπεριαλιστική» τη νέα κυβέρνηση και απαίτησε να παραδώσει την εξουσία στα Σοβιέτ, τα συμβούλια εκπροσώπων των εργατών, στρατιωτών και αγροτών.
Οι ιδέες του περί επιβολής μιας «δικτατορίας του προλεταριάτου» είχαν όλο και μεγαλύτερη απήχηση. Στις 26 Οκτωβρίου 1917 οι στρατιώτες, που είχαν συνταχθεί με τους Μπολσεβίκους του Λένιν, καταλαμβάνουν τα χειμερινά ανάκτορα της Αγίας Πετρούπολης και ανατρέπουν την προσωρινή κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Αλεξάντρ Κερένσκι (1881-1970). Η εξουσία περνά στα Σοβιέτ και ο Λένιν εκλέγεται πρόεδρος της επαναστατικής κυβέρνησης.
Ως ηγέτης, πλέον, της Ρωσίας, ο Λένιν αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες από τον αιματηρό εμφύλιο μεταξύ Κόκκινων (κομμουνιστών) και Λευκών (φιλοτσαρικών), που διάρκεσε σχεδόν τρία χρόνια και την απόπειρα δολοφονίας του από τη Φάνι Καπλάν το 1918 ως την κατεστραμμένη οικονομία της αχανούς χώρας του. Κατόρθωσε, όμως, να τις ξεπεράσει, χάρη στις αναμφισβήτητες πολιτικές του ικανότητες. Για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του, όμως, κατέφευγε σε σκληρά μέτρα και στην καταδίωξη κάθε αντιφρονούντος.
Το 1921 άρχισε να συνειδητοποιεί ότι οι σκληρές μέθοδοι του «πολεμικού κομμουνισμού» δεν μπορούν να διατηρηθούν μετά την αποκατάσταση της ειρήνης. Χωρίς την εισροή κεφαλαίων δεν ήταν δυνατή η πραγματοποίηση του εκβιομηχανισμού της χώρας κι επομένως η θεμελίωση του σοσιαλισμού. Γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να επανέλθει ένας τύπος καπιταλιστικής οικονομίας σε ορισμένους τομείς και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η «Νέα Οικονομική Πολιτική» (ΝΕΠ), που εισηγήθηκε τον Μάρτιο του 1921, είχε ευεργετικά αποτελέσματα στη σοβιετική οικονομία.
Το 1922 ο Στάλιν ανέλαβε γενικός γραμματέας του κόμματος κι επιδόθηκε στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του. Ο Λένιν προσπάθησε να ανακόψει αυτές τις τάσεις, αλλά αρρώστησε βαριά. Στην πολιτική «διαθήκη του», όπως αποκαλείται το κείμενο που υπαγόρευσε στη γραμματέα του στα τέλη του 1923 ή στις αρχές του 1924, εξέφρασε το φόβο του για τη σταθερότητα του κόμματος υπό την ηγεσία ισχυρών, αλλά ολότελα διαφορετικών προσωπικοτήτων, όπως ήταν ο Στάλιν και ο Τρότσκι.
Το πρωί της 21ης Ιανουαρίου 1924 υπέστη ένα ακόμα εγκεφαλικό επεισόδιο και ο ασθενικός οργανισμός του δεν άντεξε. Πέθανε το ίδιο βράδυ στο Γκόρκι, κοντά στη Μόσχα, σε ηλικία 53 ετών.
Χωρίς αμφιβολία, ο Λένιν υπήρξε μέγας οργανωτής και τακτικιστής, βαθύς γνώστης της μηχανορραφίας και της δημαγωγίας. Άκαμπτος, επίμονος, αλλά και προσαρμοστικός στις κρίσιμες στιγμές. Η στάση του απέναντι στη θεωρία του Μαρξ υπήρξε ωφελιμιστική και οπουρτουνιστική. Γνήσιο τέκνο του Μακιαβέλι, προείχε γι’ αυτόν η επιτυχία του σκοπού, και η επιλογή των μέσων τον άφηνε αδιάφορο και ασυγκίνητο. Όσο, όμως, στην πολιτική του ζωή ήταν αδίστακτος και αμοραλιστής, τόσον στην ιδιωτική του ζωή υπήρξε μετριόφρων, λιτός, και στις προσωπικές του σχέσεις συνετός.

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Σπυρίδων Μαρκεζίνης







Έλληνας νομικός, πολιτικός της συντηρητικής παράταξης και συγγραφέας. Ως υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης Παπάγου (19 Νοεμβρίου 1952 - 3 Απριλίου 1954) έθεσε τις βάσεις για τη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, ενώ διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας για μικρό χρονικό διάστημα (8 Οκτωβρίου - 25 Νοεμβρίου1973), κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Από το συγγραφικό του έργο ξεχωρίζει η πολύτομη «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος».

Παύλος Κουντουριώτης



Υδραίος στρατιωτικός και πολιτικός, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) και πρώτος Πρόεδρος της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Ο Παύλος Κουντουριώτης, γόνος της ονομαστής φαμίλιας των Κουντουριώτηδων, γεννήθηκε στην Ύδρα στις 9 Απριλίου 1855. Ήταν γιος του πρόξενου της Μάλτας, Θεόδωρου Κουντουριώτη (1824 - 1870) και της Λουκίας Νεγρεπόντη (1831 - 1875) και εγγονός του καραβοκύρη και πολιτικού Γεωργίου Κουντουριώτη (1782- 1858).

Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Φέρντιναντ Αλεξάντερ Πόρσε





Γερμανός βιομηχανικός σχεδιαστής, δημιουργός του θρυλικού σπορ αυτοκινήτου Porsche 911.

O Φέρντιναντ Αλεξάντερ Πόρσε (Ferdinand Alexander Porsche) γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1935 στη Στουτγάρδη. Ήταν γιος του Φέρντιναντ Άντον Πόρσε (1909-1998) και εγγονός του Φέρντιναντ Πόρσε (1875-1951), ιδρυτή της ομώνυμης αυτοκινητοβιομηχανίας. Ο Μπούτσι, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, γράφτηκε στη Σχολή Βιομηχανικού Σχεδίου της Ουλμ, αλλά δεν πήρε πτυχίο, λόγω των φτωχών του επιδόσεων.

Το 1957 άρχισε να δουλεύει στο τμήμα βιομηχανικού σχεδιασμού της Πόρσε, κάτω από τις εντολές του επικεφαλής της Έρβιν Κομέντα (1904-1966). Απώτερος στόχος ήταν να βάλει τη δική του σφραγίδα, σχεδιάζοντας ένα νέο μοντέλο, όπως έκαναν ο παππούς και ο πατέρας του. Στο μυαλό του είχε ένα αυτοκίνητο πιο ευρύχωρο και άνετο από το Porsche 356, που είχε σχεδιάσει ο πατέρας του, παρότι πίστευε ότι η «άνεση δεν κάνει συναρπαστική την οδήγηση».

Τα σχέδια του για το νέο αυτοκίνητο έτυχαν της γενικής επιδοκιμασίας, αλλά δεν προχωρούσαν κατόπιν των αντιρρήσεων του αρχισχεδιαστή της εταιρείας Έρβιν Κομέντα, οποίος προχώρησε σε πολλές αλλαγές. Η στάση του εκνεύρισε τους Πόρσε, οι οποίοι αποφάσισαν να προχωρήσουν στην κατασκευή του πρωτοτύπου χωρίς την έγκριση του Κομέντα.

Το 1963 η Porsche 901 παρουσιάσθηκε στην έκθεση αυτοκινήτου της Φρανκφούρτης, κερδίζοντας τον θαυμασμό ειδικών και κοινού. Ο κωδικός αριθμός του νέου αυτοκινήτου άλλαξε από 901 σε 911, κατόπιν επιμονής της Πεζό, η οποία είχε κατοχυρώσει όλους τους συνδυασμούς τριψήφιων αριθμών με το μηδέν στη μέση. Από το 1964, ξεκίνησε η παραγωγή της Porsche 911, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τις αναγκαίες βελτιώσεις και μετατροπές. Είναι το αντικείμενο του πόθου για εκατομμύρια λάτρεις της ταχύτητας, αλλά λίγοι μπορούν να το αποκτήσουν, λόγω της υψηλής τιμής του.

Ο Φ. Α. Πόρσε σχεδίασε ένα ακόμα σπουδαίο αυτοκίνητο, το αγωνιστικό Porsche 904, γνωστότερο με την επίσημη επωνυμία του Porsche Carrera GTS, λόγω των αντιρρήσεων της Πεζό. Συμμετείχε σε αγώνες ταχύτητας το 1964 και 1965 και σήμερα κατασκευάζονται πιστά αντίγραφα από διάφορες εταιρείες, όπως η Martin and Walker στην Αγγλία και η Chuck Beck στις ΗΠΑ.

Μετά την απόφαση της οικογένειας Πόρσε να αποσυρθεί από τη διοίκηση της εταιρείας το 1972, ο Φέρντιναντ Αλεξάντερ ίδρυσε τη δική του εταιρεία βιομηχανικού σχεδιασμού με την επωνυμία Porsche Design και έδρα τη Στουτγάρδη, η οποία αργότερα μεταφέρθηκε στο Τσελ αμ Ζέε της Αυστρίας. Η εταιρεία σχεδιάζει κυρίως ρολόγια χειρός προηγμένης τεχνολογίας, αλλά και έπιπλα, τηλεοράσεις, μαχαίρια, λάμπες με την ετικέτα «Design by F.A. Porcshe». Χαρακτηριστικό τους, οι καθαρές, λιτές και απέριττες γραμμές.

To 2005 o Φ.Α. Πόρσε εγκατέλειψε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, λόγω προβλημάτων υγείας. Πέθανε στο Ζάλτσμπουργκ στις 5 Απριλίου 2012, σε ηλικία 76 ετών. Τη δυναστεία των Πόρσε συνεχίζουν τα τρία παιδιά του.
sansimera.gr

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Μάρλον Μπράντο



Ο Μάρλον Μπράντο υπήρξε ένας από κορυφαίους ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου. Με τις υποκριτικές του επιδόσεις, την πολιτική του δράση και την άστατη προσωπική του ζωή, δημιούργησε τον μύθο του που φθάνει ως τις μέρες μας.

Ερμηνείες του, όπως του μάτσο αρσενικού Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λεωφορείο ο Πόθος», του τίμιου λιμενεργάτη Τέρι Μαλόι στο «Λιμάνι της Αγωνίας» και του αρχιμαφιόζου Ντον Κορλεόνε στον «Νονό», παραμένουν αξεπέραστες και σημεία αναφοράς στην 7η Τέχνη.

Ο Μάρλον Μπράντο, γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1924 στην Ομάχα της πολιτείας Νεμπράσκα των ΗΠΑ. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς και οι δυο γονείς του, λόγω αλκοολισμού, αδιαφορούσαν γι’ αυτόν και τις δύο μεγαλύτερες αδελφές του.

Ο συνονόματος πατέρας του, ένας μικροεπιχειρηματίας παρασιτοκτόνων της περιοχής ήταν σκληρός και απόμακρος με τα παιδιά του μέχρι σημείου που ο μετέπειτα διάσημος γιος του να γράψει στην αυτοβιογραφία του:«Όταν πέθανε ο πατέρας μου σκέφτηκα: «Θεέ μου, φέρ’ τον πίσω ζωντανό για οκτώ δευτερόλεπτα γιατί θέλω να τού σπάσω το σαγόνι». Η μητέρα του Ντόντι Πενμπέικερ, που επαγγελλόταν την ηθοποιό σε τοπικούς θιάσους, μονίμως ονειροβατούσε, όταν δεν ήταν πιωμένη.

Ατίθασος χαρακτήρας από μικρός αποβλήθηκε δύο φορές από τα σχολεία στα οποία φοιτούσε και απαλλάχθηκε ως «γιωτάς» από την στρατιωτική θητεία. Τότε αποφάσισε να ακολουθήσει τις δύο αδελφές του στην Νέα Υόρκη, όπου έκαναν δραματουργικές σπουδές.

Έχοντας και ο ίδιος κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής, ξεκίνησε μαθήματα αρχικά με την Στέλλά Άντλερ και αργότερα στο περίφημο «Actor's Studio» του Λι Στράσμπεργκ, με καθηγητή τον σκηνοθέτη Ηλία Καζάν. Γρήγορα ξεχώρισε για το θηριώδες ταλέντο του, το οποίο σμιλεύτηκε από την τεχνική «της μεθόδου», που εφαρμοζόταν στην σχολή. «Υποδυόταν χωρίς πραγματικά να χρειαστεί να διδαχθεί» είχε πει για αυτόν η πρώτη του δασκάλα στην υποκριτική.

Αργότερα έγινε ο καλύτερος πρεσβευτής «της μεθόδου» επηρεάζοντας πολλούς σπουδαίους ηθοποιούς τα επόμενα χρόνια, όπως ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο Αλ Πατσίνο και ο Τζακ Νίκολσον.

Ο Μάρλον Μπράντο, πρωτοεμφανίστηκε στο Μπροντγουέι το 1944 στο θεατρικό έργο του Τζον Βαν Ντρούτεν «I Remember Mama» και σύντομα χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς «ο πιο πολλά υποσχόμενος νέος ηθοποιός». Τον χαρακτηρισμό αυτόν θα δικαιώσει με το παραπάνω το 1947, ως Στάνλεϊ Κοβάλσκι οτο περίφημο θεατρικό έργο Τένεσι Γουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος».

Γρήγορα τον ανακάλυψε το Χόλιγουντ και τ;oν πήρε από το θέατρο, ποτέ όμως δεν κατόρθωσε να τον κάνει αποκλειστικά δικό του. Η κινηματογραφική του καριέρα ξεκίνησε το 1950 με την ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν «Το κορμί μου σού ανήκει» και επιβλήθηκε με το «Λεωφορείο ο πόθος» (1951) του Ηλία Καζάν, που είχε ερμηνεύσει στη σκηνή.

Ακολούθησαν τα «Βίβα Ζαπάτα!» (1952) και «Ιούλιος Καίσαρ» (1953), ενώ έναν χρόνο αργότερα ο Μάρλον Μπράντο έγινε ίνδαλμα της νεολαίας με τον ταινία του Λάζλο Μπένεντεκ «Ο Ατίθασος». Οδηγώντας τη θρυλική μοτοσικλέτα Triumph Boneville και φορώντας ένα δερμάτινο μπουφάν, έγινε αναπόσπαστο στοιχείο της ροκ κουλτούρας τα επόμενα χρόνια.

Το 1954 κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ για την ερμηνεία του στην ταινία του Ηλία Καζάν «Το λιμάνι της αγωνίας». Υποδυόταν τον Τέρι Μαλόι, έναν λιμενεργάτη και πρώην αποτυχημένο μποξέρ, ο οποίος παρά τις πιέσεις δεν διστάζει να αποκαλύψει την διαφθορά στο λιμάνι της Νέας Υόρκης.

Η δεκαετία του 1660, όμως, δεν θα είναι το ίδιο καλή για τον σπουδαίο ηθοποιό και οι ταινίες αυτής της περιόδου δεν τον κολακεύουν, ενώ μερικές από αυτές ήταν σκέτη καταστροφή. Ξαναγεννήθηκε κινηματογραφικά το 1972 ως Ντον Κορλεόνε στην ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Ο Νονός», η οποία του χάρισε το δεύτερο Όσκαρ του την επόμενη χρονιά. Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στο πολυσυζητημένο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» του Μπερνάρντο Μπερτολοΰτσι.

Ο Μάρλον Μπράντο δημιούργησε αίσθηση, όταν δεν εμφανίστηκε στην τελετή απονομής. Έστειλε μια ιθαγενή της φυλής των Απάτσι για να αρνηθεί εκ μέρους του το βραβείο, διαμαρτυρόμενος έτσι για την εικόνα που το Χόλιγουντ είχε πλάσει για τους Ινδιάνους.

Όλα αυτά τα χρόνια ήταν ενεργός πολιτικά και αγωνιζόταν για τα δικαιώματα όχι μόνον των ιθαγενών Ινδιάνων αλλά και των αφροαμερικανών. Ήταν δεδηλωμένος οπαδός του Δημοκρατικού Κόμματος και συμμετείχε στις καμπάνιες των προεδρικών του υποψηφίων.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, άρχισε μια αντίστροφη πορεία στην οποία κυριαρχούν οι σύντομες εμφανίσεις του σε ταινίες μόνο για τα χρήματα. Άλλωστε, όπως δήλωνε αφοπλιστικά «η ηθοποιία είναι κενό, άχρηστο επάγγελμα» αντίθετα με τους κινηματογραφικούς ρόλους «που δίνουν το πολύ χρήμα». Συν τοις άλλοις, επιδίωκε την σύντομη εργασία ώστε να μην πολυκουράζεται. Ξεχώρισε πάντως ως σκοτεινός συνταγματάρχης Κουρτζ στο αριστούργημα του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Αποκάλυψη Τώρα!»

Ο Μάρλον Μπράντο είχε μια θυελλώδη προσωπική ζωή με πολλά σκαμπανεβάσματα Συνήψε τρεις γάμους και πληθώρα ερωτικών σχέσεων, με απολογισμό 11 παιδιά.

Η καταδίκη του γιου του Κρίστιαν για την δολοφονία του εραστή της ετεροθαλούς αδελφής του Τσεγιέν (1990) και η αυτοκτονία της το 1995, ήταν δύο γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή του και τόν κατέβαλαν ψυχολογικά.

Ο Μάρλον Μπράντο πέθανε την 1η Ιουλίου 2004, στο Λος Άντζελες, σε ηλικία 80 ετών. Το τελευταίο διάστημα της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας
sansimera.gr

Γρηγόρης Λαμπράκης





Γιατρός, αθλητής, πολιτικός, μα πάνω απ' όλα αγωνιστής της Δημοκρατίας και της Ειρήνης. Γεννήθηκε στην Κερασίτσα Αρκαδίας στις 3 Απριλίου 1912. Μετά το τέλος των εγκύκλιων σπουδών του μετέβη στην Αθήνα και εισήλθε στην Ιατρική. Από τα εφηβικά του χρόνια ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και αναδείχθηκε δέκα φορές βαλκανιονίκης στο άλμα εις μήκος, ενώ επί 23 χρόνια (1936-1959) κατείχε το πανελλήνιο ρεκόρ του αγωνίσματος.
Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Το 1943 ίδρυσε την «Ένωση των Ελλήνων Αθλητών» και διοργάνωσε αγώνες, από τα έσοδα των οποίων τροφοδοτούσε τα λαϊκά συσσίτια. Μετά την απελευθέρωση ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ιατρική και το 1950 αναγορεύθηκε υφηγητής στην έδρα της Μαιευτικής και Γυναικολογίας.
Στις εκλογές «της βίας και της νοθείας», όπως έμεινε στην ιστορία η εκλογική διαδικασία της 29ης Οκτωβρίου 1961, πολιτεύθηκε με το ΠΑΜΕ (Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδος), έναν συνασπισμό αριστερών δυνάμεων με επικεφαλής την ΕΔΑ και εξελέγη βουλευτής Πειραιά. Τον ίδιο χρόνο δραστηριοποιήθηκε στο ειρηνιστικό κίνημα και με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε η «Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη» (ΕΕΔΥΕ).
Στις 21 Απριλίου 1963 η ΕΕΔΥΕ διοργάνωσε Πορεία Ειρήνης από τον Μαραθώνα στην Αθήνα. Η αστυνομία απαγόρευσε την πορεία και συνέλαβε πολλούς από τους διαδηλωτές, μεταξύ των οποίων και τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο Λαμπράκης προστατευόμενος από τη βουλευτική του ασυλία, πραγματοποίησε μόνος την πορεία, κρατώντας ένα μικρό πανό με το σύμβολο της ειρήνης. Αμέσως μετά συνελήφθη από την αστυνομία.
Στις 22 Μαΐου 1963 ο Γρηγόρης Λαμπράκης παρέστη και μίλησε για την ειρήνη στη Θεσσαλονίκη. Μετά το τέλος της εκδήλωσης δέχθηκε δολοφονική επίθεση σε κεντρικό δρόμο της πόλης από τρίκυκλο, στο οποίο επέβαιναν οι ακροδεξιοί Σπύρος Γκοτζαμάνης και Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης. Τραυματίστηκε σοβαρά και πέθανε στις 27 Μαΐου 1963, σε ηλικία 51 ετών. Ο θάνατός του προκάλεσε αγανάκτηση στην κοινή γνώμη, οξύτατη πολιτική κρίση, αλλά και διεθνή κατακραυγή.
Την επομένη ένα πλήθος 500.000 ανθρώπων συγκεντρώθηκε στο Α' Νεκροταφείο για το «Ύστατο Χαίρε». Γρήγορα, η συγκέντρωση μετατράπηκε σε διαδήλωση καταδίκης της δεξιάς κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Παλατιού.
Φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας Λαμπράκη ήταν ο Σπύρος Γκοτζαμάνης και ο Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης, αλλά η δικαστική έρευνα που διεξήγαγαν ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας και ο νεαρός ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης έφεραν στο φως σχέσεις των αρχών με ένα ακροδεξιό παρακράτος. Ο ανακριτής Σαρτζετάκης απήγγειλε, μάλιστα, κατηγορίες και εναντίον ανώτατων αξιωματικών της Χωροφυλακής. Οι φυσικοί αυτουργοί καταδικάσθηκαν τον Δεκέμβριο του 1966 σε πολυετή φυλάκιση και απελευθερώθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Η δολοφονία Λαμπράκη επιτάχυνε τις πολιτικές εξελίξεις. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αφού διερωτήθηκε «Ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο;» εγκατέλειψε την πρωθυπουργία και την πολιτική τον Ιούνιο του 1963 και αποσύρθηκε στο Παρίσι. Χιλιάδες νέοι ίδρυσαν τον πολιτικό οργανισμό «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη», που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο προοδευτικό κίνημα της δεκαετίας του '60. Πρώτος γραμματέας της οργάνωσης ανέλαβε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η ζωή και ο θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη ενέπνευσε τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό στο περίφημο πολιτικό του μυθιστόρημα με τον τίτλο Ζ (Εκδόσεις Λιβάνη). Το 1969 μεταφέρεται με μεγάλη επιτυχία στη μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, με πρωταγωνιστές τον Υβ Μοντάν, τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν και την Ειρήνη Παπά.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης με την προσωπικότητα και τη δράση του παραμένει και σήμερα ένα σύμβολο της Δημοκρατίας και του αγωνιζόμενου ανθρώπου κατά της πολιτικής καταπίεσης.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης



Ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε στην Πελοπόννησο και εξ αυτού του λόγου είναι γνωστός και ως «Γέρος του Μωριά».

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής... εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους κατακτητές.

Το 1780, ήταν 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του. Στα 17 του έγινε οπλαρχηγός του Λεονταρίου και στα 20 του νυμφεύτηκε την κόρη του τοπικού προεστού Αικατερίνη Καρούσου. Το 1806, κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών από τους κατακτητές, κατόρθωσε να διασωθεί και να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις αρχές του 1821 αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στον επικείμενο Αγώνα.

Στις 23 Μαρτίου του 1821 συμμετείχε στο υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στρατιωτικό σώμα που κατέλαβε την Καλαμάτα, σηματοδοτώντας την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Αμέσως μετά έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά, το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στον Μωριά, γιατί αλλιώτικα δεν θα μπορούσε να επικρατήσει η επανάσταση, όπως πίστευε. Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στον Κολοκοτρώνη, τον επέβαλαν ως αρχηγό του επαναστατικού στρατού της Πελοποννήσου.

Στη μάχη των Δερβενακίων (26 - 28 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική του ιδιοφυΐα και η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων. Η ίδια, όμως, κυβέρνηση θα τον φυλακίσει στην Ύδρα, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων των ετών 1823 και 1824, όπου είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα τον απελευθερώσει τον Μάιο του 1825, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταστείλει την επανάσταση και θα του αναθέσει εκ νέου την αρχιστρατηγία του Αγώνα. Μετρ του κλεφτοπολέμου και της «καμμένης γης», θα κατορθώνει να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (7 Οκτωβρίου 1827).

Μετά την απελευθέρωση συντάχθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια κι έγινε ένα από τα επιφανή στελέχη του Ρωσικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας διώχθηκε ως αντιβασιλικός και καταδικάσθηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1834. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Όθωνας του χάρισε την ποινή, τον διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας και τον ονόμασε αντιστράτηγο.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κολοκοτρώνης τα πέρασε στην Αθήνα με την ερωμένη του Μαργαρίτα Βελισσάρη (η σύζυγός του είχε πεθάνει το 1820), στο ιδιόκτητο σπίτι του, στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Την ίδια περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, λίγο μετά την επιστροφή στο σπίτι του από δεξίωση στα Ανάκτορα. Από τον γάμο του με την Αικατερίνη Καρούσου απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Πάνο (1798-1824), τον Γενναίο (1806- 1868), τον Κολλίνο (1810-1848) και την Ελένη, ενώ από τη σχέση του με τη Μαργαρίτα Βελισσάρη τον Παναγιωτάκη (1836-1893), τον οποίο αναγνώρισε με τη διαθήκη του.
sansimera.gr

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Φέρεντς Πούσκας



Από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. «Ο καλπάζων συνταγματάρχης», όπως ήταν το προσωνύμιό του, έγραψε χρυσές σελίδες με την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας και τη Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ ως προπονητής του Παναθηναϊκού χάρισε στο ελληνικό ποδόσφαιρο τη μεγαλύτερη επιτυχία του επί συλλογικού επιπέδου. Υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς σκόρερ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου με το «φαρμακερό» αριστερό του σουτ. Σημείωσε 84 γκολ σε 83 συναντήσεις με την Εθνική Ουγγαρίας και 511 γκολ σε 533 συναντήσεις με τις φανέλες της Χόνβεντ Βουδαπέστης και της Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Φέρεντς Πούσκας Μπιρό γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1927 στη Βουδαπέστη. Εντάχθηκε στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Κίσπεστ Χόνβεντ, λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν προπονητής της ομάδας ήταν ο πατέρας του. Υπηρέτησε πιστά την ομάδα του έως το 1956, χρονιά που ξέσπασε η Ουγγρική Επανάσταση.

Το 1949, επί κομμουνιστικής διακυβέρνησης, το Υπουργείο Άμυνας ανέλαβε τις τύχες του συλλόγου και η Χόνβεντ έγινε η ομάδα του στρατού. Οι ποδοσφαιριστές της έγιναν αξιωματικοί και ο Πούσκας, λίγα χρόνια μετά, πήρε το βαθμό του συνταγματάρχη, απ' όπου προέκυψε και το γνωστό προσωνύμιό του. Παρέα με τους Ζόλταν Τσίμπορ και Σάντορ Κότσις, οδήγησε σε μεγάλους θριάμβους τη Χόνβεντ. Ο ίδιος αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ το 1948 (50 γκολ), το 1949 (31), το 1950 (25) και το 1953 (27). Συνολικά, στο πρωτάθλημα Ουγγαρίας είχε 354 συμμετοχές και σημείωσε 357 γκολ.

Στις 20 Αυγούστου 1945, ο 18χρονος Φέρεντς Πούσκας πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην Εθνική Ομάδα, σκοράροντας στο 5-2 επί της Αυστρίας. Στη συντροφιά των Τσίμπορ, Κότσις, Πούσκας προστέθηκαν οι Σάντορ Μπόζικ και Νάντορ Χιντεγκούτι και όλοι μαζί συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας από τις καλύτερες ομάδες που έχει εμφανιστεί στον πλανήτη.

Με την εθνική Ουγγαρίας, ο Πούσκας κατέκτησε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο το 1952 στο Ελσίνκι (γι' αυτό και η ομάδα ονομάστηκε «Αράντσιπατ», που σημαίνει «χρυσή ομάδα» στα ουγγρικά) και έπαιξε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, που έμεινε στην ιστορία ως «Το θαύμα της Βέρνης», επειδή οι Γερμανοί «γύρισαν» το εις βάρος τους 2-0 και νίκησαν τους Ούγγρους με 3-2. Στην ιστορία έχουν μείνει νίκες της «Αράντσιπατ», όπως το 6-3 επί της Αγγλίας μέσα στο Γουέμπλεϊ (1953) και το 7-1 πάλι επί της Αγγλίας στη Βουδαπέστη (1954), με τον Πούσκας να έχει φυσικά πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουδαπέστη βρίσκει τον Πούσκας στο εξωτερικό, σε περιοδεία με τη Χόνβεντ. Ο «καλπάζων συνταγματάρχης» είχε ήδη αποφασίσει να μην επιστρέψει στην πατρίδα του και να αναζητήσει ομάδα στη Δυτική Ευρώπη. Παρότι αρχικά βρέθηκε πολύ κοντά στην Εσπανιόλ και μάλιστα έπαιξε σε κάποια φιλικά, ο 29χρονος εμιγκρές δεν έμεινε στη Βαρκελώνη, αλλά ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου η Γιουβέντους και η Μίλαν επιθυμούσαν διακαώς να τον εντάξουν στη δύναμή τους. Υπολόγιζε, όμως, χωρίς την UEFA, η οποία του επέβαλε διετή αποκλεισμό κι έτσι το 1958 επέστρεψε στην Ισπανία και εντάχθηκε στο δυναμικό της Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Πούσκας είχε κλείσει τα 31, όταν αποκτήθηκε από τη «Βασίλισσα», αλλά παρέμενε ασυναγώνιστος. Εκεί βρήκε δύο ισάξιους παρτενέρ, τον Αλφρέδο ντι Στέφανο και τον Ρεμόν Κοπά και πανηγύρισε την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1959 και το 1960. Την πρώτη χρονιά ήταν τραυματίας κι έχασε τον τελικό με τη Ρεμς, αλλά το 1960 έδωσε το παρών κι έγραψε ιστορία. Στο 7-3 επί της Άιντραχτ Φρανκφούρτης, ο Πούσκας πέτυχε τέσσερα γκολ και ο Ντι Στέφανο τρία, ρεκόρ που φυσικά παραμένουν μέχρι σήμερα και πιθανότατα δεν πρόκειται ποτέ να καταρριφθούν. Ο Ούγγρος πέτυχε χατ-τρικ και στον τελικό του 1962, όμως, η Ρεάλ έχασε 5-3 από την Μπενφίκα.

Συνολικά, με τη φανέλα των «μερένγκες» ο Φέρεντς Πούσκας κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα και έπαιξε σε 180 αγώνες της «πριμέρα ντιβιζιόν», σημειώνοντας 156 γκολ, ενώ στην Ευρώπη σκόραρε 35 φορές σε 39 ματς. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ισπανία πήρε την υπηκοότητα και με την εθνική ομάδα έλαβε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962. Έπαιξε σε τέσσερα ματς, χωρίς να πετύχει γκολ.

Ο Φέρεντς Πούσκας εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία 40 ετών, το 1967, και ακολούθησε προπονητική καριέρα. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν η συμμετοχή με τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1971, όπου η ελληνική ομάδα έχασε 2-0 από τον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ. Έμεινε στους «πράσινους» την πενταετία 1969-1974 (2 πρωταθλήματα ο απολογισμός του), ενώ λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε ξανά στην Αθήνα και εργάσθηκε για μία σεζόν (1978-79) στην ΑΕΚ. Ο «δικέφαλος» κατέκτησε το πρωτάθλημα και ο Πούσκας μοιράστηκε τον τίτλο μαζί με τον Ανδρέα Σταματιάδη, που τον διαδέχθηκε.

Ένας τρίτος δεσμός του Πούσκας με τη χώρα μας εντοπίζεται στην Αυστραλία, καθώς οδήγησε την Ελλάδα Μελβούρνης στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1991, τότε που η ομάδα αυτή αποτελείτο σχεδόν εξ ολοκλήρου από έλληνες ομογενείς.

Εκτός από την Ελλάδα και την Αυστραλία, ο Φέρεντς Πούσκας δούλεψε ως προπονητής στην Ισπανία (Χέρκουλες 1967, Αλαβές 1968-1969), στις ΗΠΑ (Γκόλντεν Γκέιτ, 1967-1968), τον Καναδά (Βανκούβερ, 1968), τη Χιλή (Κόλο Κόλο, 1975-1976), τη Σαουδική Αραβία (1976-1977), την Αίγυπτο (Αλ Μασρί, 1979-1982), την Παραγουάη (Σολ ντε Αμέρικα 1985-1986, Σέρο Πορτένιο 1986-1989) και την Εθνική Ουγγαρίας το 1993.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Πέθανε από πνευμονία σε νοσοκομείο της Βουδαπέστης, στις 17 Νοεμβρίου 2006.
sansimera.gr

Δημήτρης Μητροπάνος



Σπουδαία φωνή του ελληνικού πενταγράμμου, με σημαντική διαδρομή στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού.

Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στην Αγία Mονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα -από την οποία καταγόταν η μητέρα του- στις 2 Απριλίου του 1948. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, κατεβαίνει στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Aχαρνών. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο άρχισε να δουλεύει σαν τραγουδιστής.

Στην ίδια ηλικία, έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρίας του θείου του, στην οποία τραγούδησε, επισκέφτηκε την Κολούμπια. Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα οποίο θα δουλέψει στα Ξημερώματα.

Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι Θεσσαλονίκη. Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού Χαμένη Πασχαλιά, το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ.

Στην πορεία που χάραξε στο δρόμο του λαϊκού έντεχνου, το 1972 είναι ένας σημαντικός σταθμός: ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορούν τον Άγιο Φεβρουάριο, με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, σηματοδοτώντας ένα σταθμό στην ελληνική μουσική.

Τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης θα ξαναβρεθούν επί σκηνής στο Ηρώδειο με την Δήμητρα Γαλάνη και την σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δυο μουσικές βραδιές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφούνται ζωντανά και κυκλοφορούν σε διπλό CD δύο μήνες αργότερα. Ακολουθούν Ο Δρόμος για τα Κύθηρα του Γιώργου Κατσαρού και Τα συναξάρια του Γιώργου Χατζηνάσιου, έργα υψηλής ποιότητας αλλά και μεγάλης απήχησης στην ελληνική κοινωνία.

Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού, αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Τάκης Μουσαφίρης (Εμείς οι δυο κ.ά.), Χρήστος Νικολόπουλος (Πάρε Αποφάσεις σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός (Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό) ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του '80.

Η πολύ σημαντική συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο με τον δίσκο Στου Αιώνα την Παράγκα, σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη, αποτελεί στροφή του ερμηνευτή σε ακόμα πιο "έντεχνες" διαδρομές, διατηρώντας και πάλι την ταυτότητα του λαϊκού.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2009 έδωσε την πρώτη του προσωπική συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, μ’ ένα πρόγραμμα – αναδρομή στα 40 χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας. Μία ιστορική συναυλία, που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε διπλό δίσκο απο τη Minos – Emi με τίτλο «Τα τραγούδια της ζωής μου». Η τελευταία του δισκογραφική δουλειά κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2011 με τίτλο «Εδώ είμαστε», σε μουσική Σταμάτη Κραουνάκη.

Ο Δημήτρης Μητροπάνος έφυγε από τη ζωή στις 17 Απριλίου του 2012, σε ηλικία 64 ετών.
sansimera.gr

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν



Δανός συγγραφέας και ποιητής, πασίγνωστος σ’ όλο τον κόσμο για τα παραμύθια του. Γιος ενός παπουτσή και μιας πλύστρας, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (Hans Christian Andersen) γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1805 στην πόλη Οντένσε. Έμεινε ορφανός από πατέρα στα 11 του χρόνια και έκανε διάφορες δουλειές για να τα φέρει βόλτα αυτός και η μητέρα του. Το σχολείο ήταν μια πολυτέλεια για τον μικρό Χανς Κρίστιαν.

Το προσωπικό του καταφύγιο, τις όποιες ελεύθερες ώρες είχε, ήταν ένα μικρό κουκλοθέατρο. Έφτιαχνε με τα ίδια του τα χέρια τις κούκλες, τις έντυνε κι έδινε τις δικές του προσωπικές παραστάσεις, με έργα κυρίως του Σαίξπηρ, τα οποία απομνημόνευε με χαρακτηριστική ευκολία.

Η χάρη του αυτή έφτασε στα αυτιά του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου του 6ου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για το παράξενο αυτό αγόρι. Τον έστειλε σ’ ένα από τα καλύτερα σχολεία της χώρας, καταβάλλοντας ο ίδιος τα δίδακτρα. Μετά κόπων και βασάνων, ο Χανς Κρίστιαν τελείωσε το Γυμνάσιο σε ηλικία 23 ετών. «Τα χρόνια αυτά ήταν τα πιο πικρά και σκοτεινά της ζωής μου», έγραψε στην αυτοβιογραφία του. Στη συνέχεια γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.

Το 1822 εκδίδει το πρώτο βιβλίο του, που θα περάσει απαρατήρητο. Το 1829 γράφει μια ιστορία φαντασίας με τίτλο «Περίπατος από το κανάλι του Χόλμενς στο ανατολικό σημείο του νησιού Άμαγκερ, που θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Συνεχίζει να γράφει, ποιήματα, θεατρικά έργα, λιμπρέτα για λυρικά έργα, μυθιστορήματα, που γνωρίζουν επιτυχία περισσότερο στη Γερμανία, παρά στην πατρίδα του.

Το 1835 δημοσιεύει τα πρώτα του «Παραμύθια για παιδιά» και μόνο 8 χρόνια αργότερα κερδίζουν την επιδοκιμασία του κόσμου. Θα γράψει συνολικά 168 παραμύθια ως το 1872 με πιο γνωστά, «Τα κόκκινα Παπούτσια», «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», «Η βασίλισσα του χιονιού», «Το ασχημόπαπο», «Το μολυβένιο στρατιωτάκι», «Το μικρό έλατο», «Η μικρή γοργόνα», «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» και «Η Τοσοδούλα».

Ενώ τα έργα του Άντερσεν είναι σχεδόν άγνωστα έξω από τη Δανία και τις γειτονικές της χώρες, τα παραμύθια του είναι από τα πιο πολυμεταφρασμένα έργα σ’ όλη την ιστορία της λογοτεχνίας. Μολονότι βασίζονται σε λαϊκούς θρύλους, τα περισσότερα χαρακτηρίζονται από έναν ηθικό ρεαλισμό, παρά απ’ την ανάγκη εκπλήρωσης μιας επιθυμίας. Οι κακοί δεν είναι δράκοι ή μάγισσες των λαϊκών μυθιστοριών, αλλά εκπρόσωποι ανθρώπινων αδυναμιών, όπως ματαιοδοξίας, σνομπισμού ή εγωιστικής αδιαφορίας. Ορισμένα από τα παραμύθια του αποκαλύπτουν μία αισιόδοξη πίστη στην επικράτηση του καλού και του ωραίου, άλλα είναι βαθιά απαισιόδοξα και έχουν δυσάρεστο τέλος.

Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα διακριθεί και στην ταξιδιωτική λογοτεχνία. Από το 1833 ως το 1857 πραγματοποιεί 29 ταξίδια σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική, γνωρίζεται με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής και καταγράφει τις εμπειρίες του σε σειρά ταξιδιωτικών βιβλίων.

Τα βήματά του θα τον φέρουν ως την Ελλάδα τον Μάρτιο του 1841. Στο οδοιπορικό του «Το Παζάρι ενός ποιητή», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Εστία» με τον τίτλο «Οδοιπορικό στην Ελλάδα» περιγράφει λεπτομερώς τη διαμονή στην Αθήνα.

Παρά τις ανησυχίες και τις φοβίες του, δεν δίστασε να ταξιδέψει και να επισκεφτεί το Θησείο, το Φάληρο, τον Κολωνό και την Ακρόπολη, όπου ανέβαινε κάθε μέρα. Με ειδική άμαξα εξόρμησε στα χωριά των Μεσογείων, αλλά και τις πλαγιές της Πεντέλης.

Η προσωπική του ζωή δεν μοιάζει με την εικόνα ενός καλοκάγαθου τζέντλεμαν, που αφιέρωσε τη ζωή του ολοκληρωτικά στη συγγραφή έργων για παιδιά, μα πιο πολύ με την εικόνα ενός φιλόδοξου, τρωτού, ματαιόδοξου, ευαίσθητου και ευφυή άνδρα. Δεν έκανε οικογένεια, αν και πολλές φορές ερωτεύτηκε βαθιά, ιδιαίτερα τη διάσημη σουηδέζα τραγουδίστρια Γιένυ Λιντ.

Την άνοιξη του 1872, ο Άντερσεν έπεσε από το κρεβάτι του και χτύπησε σοβαρά. Δεν ξανάγινε ποτέ τελείως καλά και στις 4 Αυγούστου του 1875 πέθανε, σε ηλικία 70 ετών.
sansimera.gr

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Ιωάννης Γεωργιάδης



Ολυμπιονίκης της ξιφασκίας και διακεκριμένος ιατροδικαστής.

Ο Ιωάννης Γεωργιάδης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 29 Μαρτίου 1874. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1894-1899), ενώ παράλληλα ασχολείτο με την ξιφασκία, πρώτα ως αθλητής της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών (σημερινής Παναχαϊκής) και στη συνέχεια της Αθηναϊκής Λέσχης.

Το 1896 πήρε μέρος στους Α' Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και κατέκτησε αήττητος το χρυσό μετάλλιο στη σπάθη. Ο αγώνας έγινε στις 28 Μαρτίου στο αίθριο του Ζαππείου Μεγάρου ανάμεσα σε πέντε ξιφομάχους και ο Γεωργιάδης νίκησε κατά σειρά τον Γεώργιο Ιατρίδη (3-0), τον Αυστριακό Άντολφ Σμαλ (3-2), τον Τηλέμαχο Καράκαλο (3-2) και τον Δανό Χόλγκερ Νίλσεν (3-2).

Το 1900 κι ενώ έκανε μεταπτυχιακά στο Παρίσι, έλαβε μέρος στους Β' Ολυμπιακούς Αγώνες, που έγιναν στη γαλλική πρωτεύουσα. Συμμετείχε στο αγώνισμα της σπάθης, αλλά αποκλείστηκε στα προκριματικά λόγω αντικανονικών χτυπημάτων. Στη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας το 1906 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στη σπάθη και το αργυρό στο ομαδικό της σπάθης.

Η αθλητική του διαδρομή ολοκληρώθηκε το 1924 στους Ολυμπιακούς Αγώνες των Παρισίων, όταν σε ηλικία 50 ετών έλαβε μέρος στο αγώνισμα της σπάθης χωρίς επιτυχία. Από το 1918 έως το 1936 ήταν μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής.

Η ιατρική καριέρα του ξεκίνησε το 1904, όταν οργάνωσε και διηύθυνε το χειρουργικό τμήμα του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών. Το 1907 ανέλαβε επιμελητής στην έδρα της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1912 εξελέγη τακτικός καθηγητής. Διατήρησε την έδρα έως το 1947, οπότε συνταξιοδοτήθηκε και κατέστη ομότιμος καθηγητής. Στη συνέχεια διετέλεσε επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Εγκληματολογικής Σημάνσεως του Υπουργείου Εσωτερικών.

Η προσφορά του στον κλάδο της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας υπήρξε ανεκτίμητη και σε αυτόν οφείλεται η συστηματική εκτέλεση των ιατροδικαστικών νεκροτομών. Μανιώδης συλλέκτης πειστηρίων εγκλήματος από το 1912, υπήρξε ο εμπνευστής του Εγκληματολογικού Μουσείου, καθώς και του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής. Το 1910 οργάνωσε το Εγκληματολογικό Τμήμα της Αστυνομικής Διευθύνσεως Αττικοβοιωτίας και το 1912 ίδρυσε το Νεκροτομείο Αθηνών. Συνέγραψε πλείστες μελέτες στα ελληνικά και τα γαλλικά, με κυριότερο το δίτομο  έργο «Τοξικολογία, Ιατροδικαστική και Κλινική» (1926).

Ο Ιωάννης Γεωργιάδης πέθανε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 1960.
sansimera.gr