Σελίδες

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ο καιρός

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Περί bullying

Το bullying ή σχολικός εκφοβισμός στα ελληνικά είναι ένας όρος, ο οποίος ακούγεται πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια. Αποτελεί μια μάστιγα της εποχής μας, η οποία εξαπλώνεται πέραν των σχολικών ορίων. Το bullying αποτελεί τον χειρότερο εφιάλτη για την παιδική, την εφηβική και την ευαίσθητη ψυχή. Θύτες στον σχολικό εκφοβισμό είναι παιδιά, έφηβοι ή νέοι οι οποίοι έχουν μεγάλη σωματική διάπλαση και κορίτσια ή έφηβες με φαινομενική ομορφιά. Τα θύματα τους κυρίως είναι άτομα μικρότερης ηλικίας ή σωματικά αδύναμα με κάποιο ελάττωμα στην εμφάνιση τους. Έτσι ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί μια κόλαση για ένα παιδί που φορά γυαλιά, για ένα κορίτσι με παραπάνω κιλά, γι έναν έφηβο με εμφανή τα σημάδια ακμής ή ένα άλλο που φορά σιδεράκια. Όλοι οι άνθρωποι εκ φύσεως και μιμούμενοι τις κοινωνικές συμπεριφορές του γενικού συνόλου, αποκτούν την τάση να χλευάζουν και να περιπαίζουν ότι τους φαίνεται διαφορετικό, παράξενο, που δεν είναι ίδιο με αυτούς. Το bullying μπορεί να επιφέρει σωματικά και ψυχικά τραύματα, τα οποία ίσως δεν επουλωθούν ποτέ ή ακόμη και να κοστίσει την ίδια την ζωή του θύματος...

Η ιστορία της μικρής Άννας ξεκινά αρκετά χρόνια πριν, όπου ο όρος bullying ίσως να μην ήταν τόσο ευρέως γνωστός, αλλά ο εκφοβισμός στα σχολεία υπήρχε, με την φράση "Τα παιδιά με κοροϊδεύουν στο σχολείο". Η Άννα, η οποία από πολύ μικρή γνώρισε την άσχημη πλευρά της ζωής, ζούσε με την γιαγιά της σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας. Πατέρα δεν είχε και η μητέρα της αναγκάστηκε να φύγει μακριά, για να δουλέψει, κι έτσι η μικρή Άννα δεν την έβλεπε συχνά. Τα παιδιά στο δημοτικό κορόιδευαν την Άννα λέγοντας ότι η μητέρα της δεν την αγαπάει και την παράτησε. Αυτό πλήγωνε πολύ την παιδική της ψυχή, θα πει κανείς τι έφταιγαν τα μικρά παιδιά, ό,τι άκουγαν από τις μανάδες τους αυτό έλεγαν. Πολλές φορές τα μικρά παιδιά κάνουν άθελα τους κακό σε άλλα παιδιά χωρίς να το γνωρίζουν, μιμούμενα συμπεριφορές που παρατηρούν από τους γονείς ή τους οικείους τους, άλλα ας επιστρέψουμε στην ιστορία μας.

Όταν λοιπόν η Άννα έγινε 13 ετών, η γιαγιά της είχε πάρει πλέον την σύνταξη, κι αποφάσισε να μετακομίσει, σκεπτόμενη το μέλλον της Άννας, το οποίο δεν φαινόταν να έχει προοπτικές σε εκείνο το μικρό χωριό που ολοένα κι ερήμωνε. Γιαγιά κι εγγονή βρέθηκαν σε μια επαρχιακή πόλη, και η Άννα ξεκίνησε να πηγαίνει στο γυμνάσιο. Γεμάτη φιλοδοξίες και όνειρα, ξεκινούσε μια νέα ζωή, μια ζωή η οποία κατέληξε σε έναν εφιάλτη, που στοίχειωσε όλη της την εφηβική ζωή. Από τις πρώτες κιόλας μέρες μπήκε στο στόχαστρο τριών κοριτσιών. Τα κορίτσια αυτά την περίμεναν έξω από το σχολείο, μόλις σχόλασε και της επιτέθηκαν. Της πέταξαν την τσάντα και την μετέτρεψαν σε μπαλάκι το πινγκ πονγκ. Η Άννα δεν ήξερε γιατί γινόταν αυτό κι ευαίσθητη καθώς ήταν άρχισε να κλαίει. Τα κορίτσια βαρέθηκαν κι έφυγαν. Από εκείνη την ημέρα η Άννα κάθε φορά που πήγαινε σχολείο φοβόταν, μήπως συναντήσει τα κορίτσια αυτά ξανά. Κρυβόταν μέσα στην τάξη, ευτυχώς γι αυτήν τα κορίτσια ήταν σε άλλη τάξη. Όταν σχολούσε έβαζε φτερά στα πόδια της για να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε σπίτι, διότι έξω στον δρόμο δεν ένιωθε πλέον ασφαλής. Είχε αρχίσει να φοβάται και την σκιά της, μήπως στον δρόμο κάποιος την κοροϊδέψει, της πετάξει μια πέτρα η κάτι άλλο. Ευτυχώς για την Άννα τα κορίτσια δεν ξαναήρθαν σχολείο κι έτσι απαλλάχτηκε από την σωματική βία, όμως η ψυχολογική ήταν καθημερινή και κράτησε 3 χρόνια. Και η Άννα ήταν τόσο ευαίσθητη που δεν άντεχε την κοροϊδία των αγοριών για την εμφάνισή της, διότι ήταν ανεπτυγμένη σωματικά για την ηλικία της, και τα σημάδια στο πρόσωπο πρόδιδαν την εφηβεία της. Μα δεν άντεχε ούτε την αδιαφορία των υπόλοιπων παιδιών, τα οποία δεν της έδιναν καμιά σημασία, ακόμη κι όταν τους μιλούσε. Γι αυτούς ήταν η αόρατη του σχολείου, στο μάθημα της γυμναστικής ο καθηγητής την έδινε μια μπάλα να αθλείται μόνη της, διότι τα υπόλοιπα παιδιά δεν την ήθελαν, απλά περίσσευε.

Σιγά σιγά η Άννα άρχισε να αποδέχεται τον ρόλο της αόρατης κι άρχισε να απομονώνεται. Στα διαλείμματα καθόταν μόνη στην τάξη, δεν έβγαινε στο προαύλιο, και προτιμούσε να απουσιάζει στις σχολικές εορτές και τις εκδρομές του σχολείου. Κι όταν βρισκόταν στο σπίτι, κλεινόταν στον εαυτό της, στις σκέψεις και στους φόβους της. Δεν τολμούσε να βγει έξω χωρίς κάποιο δικό της πρόσωπο, διότι δεν ένιωθε ασφαλής, χρειαζόταν κάποιον προστάτη. Η Άννα πλέον εξαιτίας της κακής συμπεριφοράς των συμμαθητών της είχε παρουσιάσει αγοραφοβία, κάτι που της ήταν άγνωστο.

Τα χρόνια στο λύκειο ήταν ήρεμα, αλλά η Άννα είχε πια τελείως απομονωθεί από το κοινωνικό σύνολο του σχολείου, δεν ήθελε παρέες και φιλίες μονάχα την ηρεμία της.Το όνειρο κάθε παιδιού να πάει πενταήμερη η Άννα δεν το έζησε, κάθε συμμαθήτρια είχε βρει την συγκάτοικό της και η Άννα περίσσευε ξανά, έτσι δεν πήγε στην εκδρομή. Όλα αυτά τα προσβλητικά σχόλια που άκουγε τα προηγούμενα χρόνια, είχαν αποθηκευτεί στο υποσυνείδητο της και έγιναν πλέον πεποιθήσεις της. Πίστευε ότι ήταν άχρηστη, χωρίς καμιά αξία, κι άσχημη. Δεν είχε αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμηση ήταν μια άγνωστη λέξη γι αυτήν. Αυτός ήταν κι ο λόγος που δεν έδωσε πανελλήνιες, πίστευε ποιος ο λόγος, αφού δεν θα τα καταφέρει, έτσι το όνειρο της αστροφυσικής σταμάτησε απότομα. Όταν τελείωσε το λύκειο φοβόταν να βρει δουλειά, διότι ένιωθε ανίκανη και φοβόταν ότι αν κάτι πήγαινε στραβά, θα ρεζιλευόταν. Απέφευγε να κάνει σχέση από φόβο, μήπως πληγωθεί και η ευαίσθητη ψυχή της δεν άντεχε άλλες πληγές.

Κι έτσι η Άννα ζούσε στην σκιά του εαυτού της, δίχως ελπίδες, όνειρα, δίχως να περιμένει κάτι, χωρίς να χει στόχους. Έμοιαζε με την Ωραία Κοιμωμένη, βυθισμένη σ έναν λήθαργο από φόβους, ανασφάλειες, θλίψη κι ανησυχίες, μη γνωρίζοντας τι είναι πραγματικά η ζωή. Περίμενε κάτι να την ξυπνήσει, και τελικά αυτό το κάτι ήρθε. Ήταν ο έρωτας, όταν η Άννα βρέθηκε για πρώτη φορά σε ένα μπαράκι με την μητέρα της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον νεαρό μπάρμαν, για πρώτη φορά ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Από εκείνη την στιγμή ένιωσε διαφορετικά, κάτι άλλαξε μέσα της κι άρχισε σιγά σιγά να ξυπνά από έναν εφιάλτη. Ήταν σαν να βρισκόταν σε ένα ψυχολογικό κώμα, ανήμπορη να αντιδράσει, ανίκανη να νιώσει συναισθήματα πέραν από αυτά της θλίψης, της απογοήτευσης και της ανασφάλειας, κι εκείνο το βλέμμα του νεαρού μπάρμαν, ήταν το φιλί της ζωής. Άρχισε να νιώθει ζωντανή, κάθε μέρα περνούσε από το μπαράκι, το οποίο λειτουργούσε κι ως καφετέρια και χαιρετούσε τον μπάρμαν. Μα αυτό δεν της έφτανε, η επιθυμία της να τον βλέπει περισσότερο ολοένα και μεγάλωνε. Ένα μήνα πάλευε με τους φόβους της, για να μπορέσει να πάει μόνη της στο μπαράκι. Τελικά τα κατάφερε, πήγε στο μπαράκι χωρίς να φοβάται ότι θα της συμβεί κάτι κακό. Ένιωσε τόσο ευτυχισμένη, σαν να είχε κάνει το πιο μεγάλο κατόρθωμα του κόσμου. Για την Άννα ήταν ότι πιο σημαντικό είχε καταφέρει στην ζωή της νίκησε την αγοραφοβία της, η οποία δημιουργήθηκε από μια ομάδα κακεντρεχών ατόμων μέσω του σχολικού εκφοβισμού.

Η Άννα κατάφερε και βγήκε δυνατή, παρόλο που ο σχολικός εκφοβισμός κόστισε τα όνειρα της και της άλλαξε την πορεία της ζωής της. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το τίμημα που πλήρωσε η Άννα ήταν μικρό, ίσως, υπάρχουν τόσα άλλα παιδιά, έφηβοι, νέοι και νέες εκεί έξω με πολύ πιο ευαίσθητες ψυχές, και το τίμημα που πληρώνουν είναι πολύ μεγαλύτερο, μερικές φορές είναι και η ίδια τους η ζωή. Γι όλα αυτά τα παιδιά που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, θα πρέπει να το κάνουμε εμείς οι υπόλοιποι γι αυτούς. Διότι κάποιοι είναι ανίκανοι να σεβαστούν κάτι το διαφορετικό, ανίκανοι να κατανοήσουν ότι το να σαι διαφορετικός δεν σημαίνει ότι είναι κουσούρι, όπως νομίζουν. Όταν κάποιος είναι άσχημος ή παχουλός, φοράει σιδεράκια ή γυαλιά, έχει λίγο στραβή μύτη ή είναι πολύ αδύνατος, δεν έχει γονείς, αυτοί δεν είναι λόγοι για να κοροϊδεύουμε κάποιον, επειδή δεν ταιριάζει με τα πρότυπα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: